Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Ζηλωτικά

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΝΙΚΟΣ ΑΘ. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ
ΖΗΛΩΤΙΚΑ
ΒΑΝΙΑΣ 2001
Σελ. 276

Είναι φορές, που, αφού έχω διαβάσει και την τελευταία σελίδα κάποιου μυθιστορήματος, (και καθώς ποτέ δεν έχω αφήσει στη μέση λογοτεχνικό έργο, όσο κακό και αν είναι), αναρωτιέμαι: γιατί κάποιοι αξιόλογοι ενδεχομένως και προβεβλημένοι στο επάγγελμα που κυρίως εξασκούν, επιμένουν να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους και στο χώρο της λογοτεχνίας; Και εάν οι ίδιοι δεν  συνειδητοποιούν ότι το εγχείρημα αυτό θέλει κότσια , που βεβαίως και δεν διαθέτουν, κάποιοι από το κοντινό τους περιβάλλον δεν τους το έχουν υποδείξει; Γιατί βέβαια όλοι γνωρίζουμε ότι «εξ όνυχος τον λέοντα»…
Στη συγκεκριμένη περίπτωση κατανοώ τους λόγους του ολισθήματος. Ο συγγραφέας, καθηγητής της Δογματικής και της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, ασφαλώς και θα κινούνταν (+2006) με άνεση στο χώρο του μαθήματός του. Αρκεί όμως αυτό, για να συνθέσει κανείς λογοτεχνικό έργο με ζωντανούς και αληθοφανείς  χαρακτήρες, με πειστική δράση και απεικόνιση συναισθημάτων και ιδεών; Ασφαλώς όχι. Το αποτέλεσμα: ένα πρωτόλειο κατασκέυασμα, μια κακή «έκθεση ιδεών» 276 σελίδων με πρωτοφανείς γλωσσικές, εκφραστικές και λογικές αφέλειες. Που αφήνουν τον υποψιασμένο αναγνώστη άναυδο.
Οι ήρωές του κινούνται σαν νευρόσπαστα στις «ρύμνες» (sic) της Θεσσαλονίκης του ΙΔ’ αιώνα, μπαίνουν σ΄όλες τις εκκλησίες της και τα μοναστήρια , όπου εκστασιάζονται από τις  τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά τους , τα  οποία περιγράφονται θαρρείς για ξενάγηση παιδιών του δημοτικού.    Αναμασούν ακόμη αδιαλείπτως τσιτάτα θεολογικού- και όχι μόνο -περιεχομένου (και εκεί που αυτά δεν προσφέρουν απολύτως τίποτε) και συζητούν ατέλειωτα θέματα δογματικού περιεχομένου, τη στιγμή που η πόλη ασφυκτιά πολιορκημένη από τον Καντακουζηνό και τον Ορχάν, λιμοκτονεί και χειμάζεται από την πανούκλα. 
Οι βασικοί χαρακτήρες του έργου, ιστορικά πρόσωπα όλοι,  είναι οι δυο αρχηγοί των Ζηλωτών, ο ριζοσπάστης Μιχαήλ, ο οποίος εκτελείται με τον πιο άγριο τρόπο από τους «Δυνατούς» στην πρώτη φάση του κινήματος , και ο μετριοαπαθής Ανδρέας Παλαιολόγος, που επιβιώνει μετά την κατάπνιξη της στάσης και γίνεται μοναχός στη Μονή της Λαύρας  με το όνομα Αγάθων. Δίπλα τους και παράλληλα κινούνται οι «σοφοί» της πόλης: ο νομομαθής Αρμενόπουλος, ο Νικόλαος Καβάσιλας, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Ματθαίος Βλάσταρις, ο Ακίνδυνος και ο γέροντας Αρσένιος της Μονής Λατόμου. Αμφιβάλλω αν όλοι αυτοί συνυπήρξαν τη ζυγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εν πάση περιπτώσει. «Μυθιστορηματική αδεία» αυτό γίνεται κατανοητό…
Μαζί τους και τρείς «δέσποινες»: η Ισαβέλλα Ξανθοπούλου, η Υπατία Παλαιολογίνα και η Βρυεννία Χριστιανοπούλου. Προφανώς για την οικονομία της πλοκής του έργου. Η οποία μιμείται την πλοκή των μυθιστορημάτων Νόρα: έρωτες, μίση, πάθη και τέτοια. Μέσα σε αυστηρά εκκλησιαστικά πλαίσια, βέβαια. Και η λέξη «φιλί» ακόμη αποφεύγεται και αντικαθίσταται από το «φίλημα»…

Οι σελίδες όμως που στην κυριολεξία δεν διαβάζονται είναι εκείνες που περιγράφουν τις «συνάξεις» των σοφών της πόλης. Καθεμιά σε άλλη εκκλησία, για να μη μας ξεφύγει καμιά. 
Σε μια σύναξη λοιπόν των «σοφών» της πολιορκημένης πόλης (σελ. 332) , ένας από αυτούς συστήνει σε κάποιον άλλο να διαβάσει την Ιστορία του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη. Κι εκείνος του απαντά:

-Εγώ διαβάζω αυτούς τους ιστορικούς, αλλά τους συγκρίνω με τον Ευσέβιο. Στην προοπτική τη δική του ενώνεται η γήινη πορεία με μια άλλη διάσταση. Αλίμονο σ’ όποιον δεν βλέπει την πορεία και τα όρια αυτής της γήινης διάστασης σ’ αυτή την οικονομία και την ευκαμψία, αλλά περισσότερο αλίμονο σ’ όποιον δεν αντιλαμβάνεται τούτη τη διάσταση ουρανωμένη (sic), με άλλα λόγια σε μια προέκταση που δείχνει πως η γήινη οικονομία δεν εξαντλείται μοναχά στα δικά της όρια και έτσι σπάζει ο κύκλος , η αναγκαιότητα και η διαρκής αλλοτρίωση και συντελείται μια φωτοδοτική επέκταση, μια οικονομία, που, ενώ δεν αφήνει να χαθεί τίποτε από τα γήινα περιγράμματα, τα διευρύνει με ευλυγισία σε ολοένα νέους δρόμους με τις φωτοδοτικές θεοφάνειες , όπου συντελείται η αποκάλυψη στην κτίση και στην ιστορία, ξέρουμε πως ο κόσμος ο δικός μας έχει δύναμη και ελπίδα να διευρυνθεί ακατάληκτα και πέρα από τα όρια του»

Υποθέτω ότι μόνο αφελείς και ανελλήνιστοι θα μπορούσαν να εντυπωσιαστούν από εκείνη την ...ουρανωμένη διάσταση και τις ... φωτοδοτικές θεοφάνειες. Αν εξακολουθούσα ακόμη ακόμη να διδάσκω , σκέφτομαι ότι θα το απόσπασμα αυτό θα το χρησιμοποιούσα ως παράδειγμα γραφής κλασικής ασυναρτησίας.
Και μια απορία: Το ζευγάρι Ανδρέας Παλαιολόγος-Ισαβέλλα Ξανθοπούλου πραγματοποιεί συχνά ρομαντικούς περιπάτους στην παραλία της πόλης. Και θαυμάζει τη θάλασσαα και τη θεα στο Θερμαϊκο. Μα μπροστά του δεν πρέπει να υψωνόταν εκείνο το αδιαπέραστο και ογκώδες θαλάσσιο τείχος;  Το οποίο και γι αυτόν ακριβώς το λόγο καθαιρέθηκε πρώτο: γιατί έκρυβε τον ορίζοντα της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: