Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Σκιές



ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
MILCHO MANCHEVSKI
ΣΚΙΕΣ (2007)

Η Ιστοσελίδα, πιστή στην εναρκτήρια εξαγγελία της τής 1ης Δεκεμβρίου 2009, ότι θα ασχοληθεί και με τον άγνωστο κινηματογράφο των γειτόνων μας, αναλαμβάνει σήμερα την παρουσίαση μιας σλαβομακεδονικής πρόσφατης ταινίας, την οποία βέβαια δεν πρόκειται να δούμε στη μεγάλη οθόνη για ευνόητους λόγους, όπως θα διαπιστώσει ο προσεκτικός αναγνώστης παρακάτω.
Και βέβαια δεν πρόκειται για κάποια ταινία υψηλής κινηματογραφικής αισθητικής-αυτό πρέπει να τονιστεί από την αρχή κατηγορηματικά– αλλά για μια ταινία της οποίας το θέμα δεν θα έπρεπε να αφήσει αδιάφορο το μέσο κινηματογραφικό –και όχι μόνο-κοινό της χώρας μας. Μόνο που ο σκηνοθέτης, αντί να εκμεταλλευτεί το θέμα-χρυσωρυχείο που επέλεξε, το υποβαθμίζει, από απειρία ίσως, με μια αργόσυρτη σειρά από σκηνές χολιγουντιανού τύπου, τόσο που το καθιστά τελικά ανενεργό.
Ο νεαρός γιατρός Λάζαρ (το όνομα με συμβολική προέκταση), παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα και με ένα όμορφο αγόρι που υπεραγαπά, μόλις έχει αρχίσει την ιατρική του καριέρα σε νοσοκομείο που διευθύνει η μητέρα του, γνωστή και καταξιωμένη γιατρός. Τίποτε δεν φαίνεται να σκιάζει την ευτυχία του. Τόσο που οι συνάδελφοί του αρχίζουν να τον αποκαλούν Lucky! Τίποτε όμως δεν είναι όπως φαίνεται. (Ή η «μοίρα» του για άλλα τον προόριζε). Μετά από κάποιο αυτοκινητικό ατύχημα αρχίζει να βλέπει εφιαλτικά οράματα: Μορφές-σκιές, χωρίς σάρκα και οστά,
τον επισκέπτονται συστηματικά και του ζητούν «να επιστρέψει αυτά που δεν του ανήκουν και να δείξει σεβασμό!» Οι σχετικές σκηνές δίνονται με ρεαλισμό και παραστατικότητα, τόσο που δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζουν τον απροετοίμαστο θεατή: Μια λαϊκή μητρική φιγούρα, ένας ευσταλής ηλικιωμένος άντρας, ένα χαριτωμένο νήπιο και τέλος μια πανέμορφη νεαρή κοπέλα… Στις επισκέψεις τους οι νεκροί τού διηγούνται ειδυλλιακές στιγμές από τον τόπο τους (ένα χωριό του Κιλκίς): για βράδια καλοκαιρινά που ευωδίαζαν θυμάρι και ψητές πιπεριές, καθώς αμέτρητες πυγολαμπίδες μεταμόρφωναν το σκοτάδι σε λαμπερό γαλαξία…Ο ίδιος αρχίζει να ανησυχεί και οι γύρω του πιστεύουν πια πως τά ‘χει χαμένα… Για να διαπιστώσει μάλιστα αν οι παράδοξοι επισκέπτες του είναι υπαρκτοί, ηχογραφεί το κρυπτογραφικό μήνυμά τους με το κινητό του! Όμως η γλώσσα του μηνύματος δεν του λέει τίποτε, ώσπου να διαπιστώσει με τη βοήθεια ενός καθηγητή γλωσσολογίας, ότι πρόκειται για ένα ιδίωμα «των Μακεδόνων του Αιγαίου» που έχει πια ξεχαστεί, καθώς «όσοι το μιλούσαν αφανίστηκαν, τα σπίτια τους κάηκαν με ναπάλμ και όσοι απέμειναν είναι πια απόβλητοι από τον τόπο των προγόνων τους». Μόνο οι νεκροί, όσοι πρόλαβαν να θαφτούν στον τόπο τους, έχουν βρει την αιώνια γαλήνη… Αλλά κάποιοι απ’ αυτούς φαίνεται πως στάθηκαν άτυχοι: οι δικοί τους, πριν αποδημήσουν, τους ξέθαψαν και πήραν μαζί τους τα λείψανά τους. Μερικοί μάλιστα βρέθηκαν με καρφωμένα τα πέλματά τους στα φέρετρα, για να μην τολμήσουν να σηκωθούν. Πώς λοιπόν να γαληνέψουν; Τέτοιο μίσος. Ανατριχιάζει κανείς και που το σκέφτεται… Ώσπου ο τρομοκρατημένος γιατρός διαπιστώνει πως η μητέρα του φυλάει σ’ ένα χαρτόκουτο τα λείψανα των γονιών της, μαζί μ’ ένα σκουριασμένο καρφί…Και αποφασισμένος να αποδώσει δικαιοσύνη, τα φορτώνει στο αμάξι του και τα ξαναενταφιάζει στο εγκαταλειμμένο νεκροταφείο του χωριού τους.
Η ταινία, απ’ όσο ξέρω δεν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Από την άποψη αυτή το κινηματογραφόφιλο κοινό της δεν έχασε και τίποτε. Ίσως μόνο την ευκαιρία να αποδοκιμάσει τις άστοχες μακρόσυρτες ερωτικές σκηνές και την κουραστική επιμονή του φακού στα αξιοθέατα της Οχρίδας και του Βαρδάρη… Όσο για το θέμα του, οι νέοι άνθρωποι που αποτελούν την πλειοψηφία του, θεωρούμε ότι θα αδιαφορούσαν ή –στην καλύτερη περίπτωση-θα το συσχέτιζαν με τη «γνωστή και χιλιομασημένη σκοπιανή προπαγάνδα…». Εξάλλου τα συλλαλητήρια του ’93 με το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι Ελληνική» δεν απέχουν πολύ…

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρους

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΞΙΚΟ
CARLOS FUENTES
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΤΈΜΙΟ ΚΡΟΥΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΦΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΓΡΑ 1999
σελ. 364


Το έργο-εξαντλημένο σήμερα- θα δυσκολευτεί να το ανακαλύψει κανείς, ξεχασμένο καθώς θα είναι στα σκονισμένα ράφια κάποιου βιβλιοπωλείου. Ένα μυθιστόρημα-σταθμός στην ισπανόφωνη νοτιοαμερικανική λογοτεχνία. Ο συγγραφέας του Carlos Fuentes γεννήθηκε στην πόλη του Παναμά από γονείς Μεξικανούς το 1928 και, καθώς υπήρξε γιος διπλωμάτη, ακολούθησε κι ο ίδιος τη διπλωματική καριέρα και χρημάτισε πρεσβευτής του Μεξικού στο Παρίσι για κάποιο διάστημα. Μια νουβέλα του με τον τίτλο "Old Gringo" έγινε best seller στις HΠA και γυρίστηκε ταινία με πρωταγωνιστές την Jane Fonda και τον Gregory Peck.«Ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρους» θεωρείται το πιο χαρακτηριστικό έργο του. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1962 στην πόλη του Μεξικού και έγινε γρήγορα γνωστό σε πολλές χώρες. Ο συγγραφέας του πολυβραβευμένος (και με το ισπανικό βραβείο Cervantes, την ανώτερη τιμητική διάκριση της ισπανόφωνης λογοτεχνίας) είναι φημισμένος τόσο για τον όγκο του συνολικού του έργου, όσο και για τη συνεχή ανανέωση των εκφραστικών του μέσων.
Ο Αρτέμιο Κρους, νόθος και εγκαταλειμμένος γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα και μιας σκλάβας μιγάδας, γεννιέται στα τέλη του ΙΘ’ αιώνα και μεγαλώνει χάρη στη φροντίδα ενός ντόπιου δουλοπάροικου. Νέος ακόμα (δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα) ακολουθεί με ενθουσιασμό τους μεγάλους επαναστάτες της πατρίδας του ( Εμιλιάνο Ζαπάτα, Πάντσο Βίλα και άλλους) που ονειρεύονταν να μεταμορφώσουν το Μεξικό και τον κόσμο σε Γη της Επαγγελίας. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι οι επαναστάσεις, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τίποτε άλλο από τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του. Τα ίδια άτομα που αγωνίζονταν για τους φτωχούς και τους λησμονημένους, μεταλλάσσονται γρήγορα, μόλις επικρατήσουν, σε στυγνούς εκμεταλλευτές τους… Κι ο Αρτέμιο Κρους τους ακολουθεί κατά πόδας. Γίνεται πανίσχυρος, εκλέγεται βουλευτής, παίρνει στα χέρια του τον έλεγχο του τύπου της χώρας του και καταλήγει γρήγορα να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των (βορειο)αμερικανικών εταιρειών, που απομυζούν, κατά τα ειωθότα, το μόχθο των συμπατριωτών του. Αδίσταχτος και στο έπακρο καιροσκόπος ξέρει να κολακεύει τους ισχυρούς, αλλά και να τσακίζει χωρίς οίκτο τους αδύναμους…Ώσπου φτάνει η ώρα του θανάτου του, ενός θανάτου στο έπακρο εξευτελιστικού, από κάποιο γαστρεντερολογικό νόσημα.
Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά η αφήγηση (κάποια μέρα του 1960): σ’ έναν επιβλητικό και προκλητικά πολυτελή χώρο ο Αρτέμιο Κρους περιστοιχισμένος από τη γυναίκα του, την οποία χρησιμοποίησε για ν’ αποχτήσει πλούτο και κοινωνική αποδοχή, αλλά στη συνέχεια την περιόρισε στο περιθώριο, από την κόρη του και τον άντρα της που τον μισούν, καθώς κι από το γιατρό και το γραμματέα του που τον υπηρετούν με δουλοπρέπεια, βιώνει στο έπακρο το σωματικό πόνο, αλλά και τη μεταφυσική αγωνία του θανάτου του…Κι αυτή την αγωνία του την παρακολουθούμε σε δεκατρία διάσπαρτα αποσπάσματα γραμμένα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση…Αλλά ο συγγραφέας, επηρεασμένος ίσως από το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα της εποχής του ’60, παρεμβάλλει σ’ αυτά και άλλα δεκατρία αποσπάσματα σε δευτεροπρόσωπη αφήγηση που αφορούν μελλοντικό χρόνο και απευθύνονται βέβαια κι αυτά στον εαυτό του. Κι ακολουθούν τέλος δώδεκα κεφάλαια στο τρίτο πρόσωπο, στα οποία εξιστορείται με περισσή ενάργεια το παρελθόν του ήρωα. Τα τελευταία όμως χωρίς χρονολογική σειρά, αλλά έτσι διάσπαρτα, εική και ως έτυχε. Ευτυχώς που στην αρχή κάθε κεφαλαίου σημειώνεται η χρονολογική αναφορά του αποσπάσματος…Έτσι ο συγγραφέας κατορθώνει να συνθέσει ένα τρίπρακτο δράμα (του ΕΓΩ, του ΕΣΥ και του ΑΥΤΟΣ) χωρίς να θυσιάσει την ενότητα της όλης αφήγησης (από τη στιγμή που ο προσεχτικός αναγνώστης συνηθίσει την εκφραστική αυτή α-συμμετρία).
Σε γενικές γραμμές, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μπροστά μας, μια συναρπαστική τοιχογραφία της μεξικανικής ιστορίας του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, σκιαγραφεί αδρά θρυλικές μορφές των μεγάλων επαναστάσεών του, αλλά συγχρόνως αναλύει με περισσή μαεστρία τη σχιζοφρενική προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του που ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στο όνειρο και το έγκλημα.
«Κακότυχη χώρα –σημειώνει κάπου για το Μεξικό- όπου κάθε γενιά πρέπει να καταστρέφει τους παλιούς ιδιοκτήτες και να δίνει τη θέση τους στους καινούργιους αφέντες, εξίσου άρπαγες και φιλόδοξους με τους προηγούμενους». Και κάπου αλλού: «Μια επανάσταση ξεκινάει από τα πεδία της μάχης, αλλά άπαξ και διαφθαρεί, ακόμη κι αν εξακολουθεί να κερδίζει μάχες, είναι ήδη χαμένη.». Και –κάπου στο τέλος- ο ήρωάς του σε κάποια αναλαμπή από το κώμα του επικείμενου θανάτου του αναλογίζεται: «Όταν γερνάμε, ξέρουμε: δεν πρέπει ν’ αγαπάμε κανέναν χωρίς λόγο. Και το κοινό αίμα δεν είναι λόγος. Ο μόνος λόγος είναι το αίμα που αγαπάμε χωρίς λόγο…»