Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Το Κόκκινο Άλογο

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
TASCO GEORGIEFSKI
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΒΑΣΚΟΥ ΚΑΡΑΤΖΑ
ΦΙΛΙΣΤΩΡ 1998
σελ. 152

 Ο Μπόρις Τούσεφ, ένας απλός χωρικός από το Κροντσέλοβο (σημ. Κερασιά) του Καϊμακτσελάν , πενηντάρης περίπου, τον Αύγουστο του ’49 , μετά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού, αφού πέρασε στην Αλβανία, μας αφηγείται με τον πιο απλό και ανεπιτήδευτο τρόπο το συναξάρι της μετέπειτα ζωής του. Την πίκρα και την απογοήτευση των πρώτων ημερών, όταν άοπλοι πια, ο ίδιος και οι σύντροφοί του,  («Η καρδιά μου σφίχτηκε, όταν οι Αλβανοί μας άρπαξαν τα κανόνια που μόλις τα είχαμε λαδώσει και γυαλίσει, θαρρείς και μού ‘κοψαν τότε ένα κομμάτι από την καρδιά μου…») τη διαδέχεται μια αόριστη ελπίδα,  όταν τους μπαρκάρουν σε ρωσικό καράβι με πορεία προς το άγνωστο. Το περιπετειώδες ταξίδι, που το πέρασαν στοιβαγμένοι στο βαθύ αμπάρι του πλοίου, όπου δεν τους επιτρεπόταν καλά καλά  ούτε αέρα να πάρουν, καθώς διέσχιζαν τα επικίνδυνα νερά του Αιγαίου,  της Προποντίδας και του Βοσπόρου, τη βαθιά ανάσα τους όταν έπιασαν κάποτε τα νερά της ευλογημένης πατρίδας του Στάλιν, την αποβίβασή τους τέλος στη ρωσική γη («Παναγιά μου, αυτή η χώρα μοιάζει σαν τη δικιά μας» είπε ένα ελληνόπουλο, καθώς περίμενε ν’ αντικρίσει κόκκινο χώμα, κόκκινες πέτρες , κόκκινα δέντρα…) κι από κει με τρένο στο Μπακού και πάλι καράβι για να διασχίσουν την Κασπία, και τη συνέχεια πάλι τρένο ως την ατέλειωτη έρημο της Τασκένδης , χιλιάδες μίλια, μακριά από τη γενέθλια γη τους… Τραγωδία…
Απ΄ αυτό, το πρώτο μέρος της αφήγησης, η εντύπωση  που αποκομίζει ο προσεκτικός αναγνώστης, είναι η κρυφή αντιπαλότητα ανάμεσα στους λίγους «Μακεδόνες» φυγάδες και στην πλειονότητα των «Ελλήνων» συντρόφων τους. Όταν σε μια στιγμή ξενοιασιάς ο νεαρός Βάνης, προστατευόμενος του Μπόρις, ξεκινάει, ένα παραδοσιακό μακεδονίτικο τραγούδι , «απ’ την άλλη άκρη του καραβιού ακούστηκε ένα ελληνικό τραγούδι, ένα σαχλό, λάγνο τραγούδι που το πήραν στο στόμα σχεδόν όλοι σηκώνοντας δυνατή φωνή και κάνοντας στράκες με τα δάχτυλα»  (σελ. 30).
Για τα γεγονότα της Τασκένδης το αφήγημα είναι δυσανάλογα με την έκτασή του φτωχό. Προφανώς ο συγγραφέας μην έχοντας προσωπικά βιώματα από τη γνωστή από αλλού πολιτική  ζωή των Ελλήνων προσφύγων εκεί, προτιμάει να αφηγηθεί μόνο όσα έχουν σχέση με την προσωπική ζωή του ήρωά του. Πώς έκανε μια νέα οικογένεια (η γυναίκα του στην Ελλάδα ήταν χρόνια πεθαμένη), πώς ταξίδεψε στη Μόσχα για να προσκυνήσει τον Λένιν και κάθισε στην ουρά δυο ολόκληρα μερόνυχτα για να το πετύχει και τέλος πώς μετά από χρόνια νοσταλγίας και πίκρας αποδέχτηκε να υπογράψει μια δήλωση ότι είναι Έλληνας, ότι δεν είναι κομμουνιστής και ότι οι συμμορίτες τον εξανάγκασαν να πολεμήσει εναντίον του βασιλιά της Ελλάδας… «Και κάθισα σε μια νύχτα και τά ‘γραψα όλα με τη σειρά συμπλήρωσα το χαρτί μουντζώνοντας στο τέλος τον Μπόρις , το γιο του Τούση Γκιόργκοφ…» Έτσι γύρισε στην Ελλάδα. Στα χρόνια της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου… Λίγο πριν μπει στο χωριό του, αγοράζει από κάποιον πλανόδιο ανθρωπάκο ένα ατίθασο,  ολοπόρφυρο πουλάρι, ασέλωτο ακόμη,  και μπαίνει στο χωριό σέρνοντάς το από τα γκέμια… Από δω και μπρος η μοίρα του ήρωα με το κόκκινο πουλάρι θα είναι κοινή.
Το υπόλοιπο μέρος της αφήγησης, που είναι και το πιο καθοριστικό, εξαντλείται στη νέα ζωή του ήρωα στο χωριό του, ένα χωριό όμως σφόδρα εχθρικό και μεταλλαγμένο. Οι τρεις κόρες του, παντρεμένες πια, ούτε που γυρίζουν να τον δουν. Ο αδελφός του,  που υπήρξε πρόεδρος του χωριού και κομματάρχης του Καραμανλή , δεν θέλει να τον ξέρει, οι υπόλοιποι συχωριανοί του , τις νύχτες περιπολούν με τουφέκια στο χωριό, καθώς ανήκουν Τ,Ε.Α. , και τη μέρα. αλλάζουν δρόμο μόλις τον αντικρίζουν.  Ακόμη και ο ένας , ο μοναδικός κομμουνιστής του χωριού που γύρισε από την εξορία, τον περιφρονεί βαθιά για τη δήλωση μετανοίας του… Ο Μπόρις Τούσεφ έχει πια ξοφλήσει…
Ο συγγραφέας, Τάσκο Γκεοργκίεφσκι, γεννημένος στην Κερασιά της Έδεσσας το 1935, στα χρόνια του εμφύλιου, παιδί έντεκα χρονών, όταν ο πατέρας του βρισκόταν υπο διωγμό και η μητέρα του  εξορία, αναγκάζεται να καταφύγει στα Σκόπια, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές και τις πανεπιστημιακές σπουδές του στον κλάδο της γιουγκοσλαβικής λογοτεχνίας. Το συγγραφικό του έργο ξεκινάει από το 1957. Θεωρείται ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ανακηρύσσεται ακαδημαϊκός στο Βελιγράδι και έργα του μεταφράζονται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Το «Κόκκινο Άλογο» πρωτοδημοσιεύεται το 1975.

Δεν υπάρχουν σχόλια: