ΑΛΒΑΝΙΑ
FATOS KONGOLI
Ο ΑΧΑΪΡΕΥΤΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΝΑΤΣΙΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1998
Σελ. 168
Η προκοπή της Αλβανίας στην πεζογραφία δεν έχει τέλος τα τελευταία χρόνια. Ο δρόμος που χάραξε ο Ismail Kadare από το Παρίσι στα χρόνια της δικτατορίας του προλεταριάτου, καλά κρατεί. Ιδιαίτερα μετά την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, όταν έπεσαν τα τείχη των φυλακών και της καταπίεσης, δεκάδες λογοτέχνες συνεχίζουν να ξαφνιάζουν το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό με την ευρηματικότητα και την εκφραστική τους δύναμη.
Ο Φατός Κονγκόλι , γεννημένος το 1944 στο Ελμπασάν, είναι ένας απ’ αυτούς. Μαθηματικός στο επάγγελμα (με πτυχίο του Πανεπιστημίου του …Πεκίνου παρακαλώ), από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία (συντάκτης λογοτεχνικής εφημερίδας, αλλά και αναγνωρισμένου εκδοτικού οίκου των Τιράνων).
Το μυθιστόρημα όμως που τον έκανε παγκόσμια γνωστόν είναι «Ο Αχαΐρευτος», αυτό που δημοσίευσε αμέσως μετά την αλβανική μεταπολίτευση (1992), ένα έργο με εμφανή αυτοβιογραφικά στοιχεία, ένα «λαϊκό μυθιστόρημα» θα λέγαμε, πιστό στα δόγματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δηλαδή χωρίς εξεζητημένο τρόπο γραφής, που ξαφνιάζει όμως τον ανυποψίαστο αναγνώστη με την ειλικρίνεια , αλλά και τη σκληρότητά του.
Η μυθιστορηματική δράση για τον Θεσάρ Λούμι, τον βασικό ήρωα του αφηγήματος, το οποίο άνετα θα μπορούσε να το κατατάξει κανείς λόγω της έκτασής του στην κατηγορία της νουβέλας, ξεκινάει το Μάρτιο του 1991, όταν τα χωριά της Αλβανίας άδειαζαν και τα πρώτα πλοία σάλπαραν ασφυκτικά γεμάτα με πρόσφυγες για τον ιταλικό παράδεισο. Εκεί λοιπόν σε κάποιο από τα αλβανικά λιμάνια της Αδριατικής ο ήρωάς μας επιβιβάζεται κι αυτός σε κάποιο πλοίο που θα σάλπαρε για την Ιταλία. Την τελευταία στιγμή όμως την ώρα που το πλοίο σήκωνε άγκυρα , μετανιώνει, πηδάει έξω και επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του, όπου ζούσε με τους γονείς του σε ένα ταπεινό δυαράκι μιας πολυκατοικίας… Κι ο αναγνώστης μένει με την απορία για τους λόγους αυτής της μεταστροφής του.
Και αρχίζει σε αναδρομή –πάντα σε πρώτο πρόσωπο- η αφήγηση της ζωής του ήρωά μας σε μια κωμόπολη που βουλιάζει καθημερινά στη σκόνη από ένα εργοστάσιο τσιμέντου που λειτουργεί δίπλα της, αλλά με προδιαγραφές του περασμένου αιώνα…Με το φόβο να πλανάται σ’ όλους όσους δεν εξυμνούσαν το καθεστώς, και τους υπόλοιπους να τους κατασκοπεύουν. Με εμφανείς τις ανισότητες στη διαβίωση και τις ευκαιρίες για εξέλιξη ανάμεσα στις δυο μερίδες. Ο ίδιος ανήκε στην πρώτη κατηγορία: χρόνια πριν κάποιος θείος του που υπηρετούσε τη θητεία του στα σύνορα , είχε αποδράσει στο εξωτερικό. Κι από τότε η οικογένεια είχε αμετάκλητα συμπεριληφθεί στους «εχθρούς του λαού». Παρακολουθούμε λοιπόν βήμα βήμα τη ζωή του Θεσάρ, στο σχολείο, στο καφενείο αργότερα και στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, όπου τόλμησε να εγγραφεί αποκρύπτοντας όμως από το βιογραφικό του τη λεπτομέρεια της αυτομόλησης του θείου του… Το καθεστώς όμως είναι πανταχού παρόν:
«Οι καιροί ήταν δύσκολοι και πονηροί. Αυτό το γνώριζαν οι συμπολίτες μου. Το αθέατο θεριό κατασκόπευε τους πάντες και τα πάντα. Κανείς δεν αισθανόταν ήσυχος. Όλοι έτρεμαν. Και οι ευτυχισμένοι στην ευτυχία τους και οι δύστυχοι στη δυστυχία τους και οι βασανιστές και βασανιζόμενοι, και οι έξυπνοι και οι βλάκες, και οι δίκαιοι και οι πρόστυχοι. Όλοι φοβούνταν το αθέατο θεριό, όλοι φοβούνταν ο ένας τον άλλον…» (σελ.111)
Σε αγαστή συνεργασία με τις αρχές το παρακράτος της τοπικής μαφίας τρομοκρατεί τους πάντες. Και ο ανακριτής «με τα θολά μάτια» ασκεί ανεξέλεγκτη βία ως όργανο της δικτατορίας του προλεταριάτου, καθώς «η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιβολή της αλήθειας μέσω της βίας»…(σελ. 119)
Ποιος να είναι τάχα ο λόγος που οδήγησε τον Θεσάρ Λούμι να παραμείνει σ’ αυτήν κόλαση, αντί να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή στο εξωτερικό , όπως εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες του; Η αποκάλυψη μας εκπλήττει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου