ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ
MIGUEL ANGEL ASTURIAS
ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΜΙΓΑΔΑ
BELL 1998
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΠΑΜΠΗΣ ΛΥΚΟΥΔΗΣ
σελ. 480
Ο ξυλοκόπος Γιουμί , που ζει με τη γλυκιά και υποταχτική γυναίκα του τη Νινιλόχ στο χωριό Κιαβικούς, έχει απαυδήσει πια από τα βάσανα της φτώχειας. Αποφασίζει λοιπόν να κλείσει μια μυστική συμφωνία με τον Ταζόλ, το δαίμονα του καλαμποκιού: αυτός να του πουλήσει τη γυναίκα του κι ο δαίμονας να του χαρίσει τα αμέτρητα πλούτη που ονειρεύεται. Έτσι και γίνεται. Από τη μια στιγμή στην άλλη αποχτά απέραντες φυτείες, άλογα, υποστατικά, υπηρέτες και-το σημαντικότερο-τη μαγική ικανότητα να μετατρέπει τα καλαμποκόφυλλα σε πέσος! Συναντά μάλιστα και μια σαγηνευτική μιγάδα, ενσάρκωση της Σελήνης, που τον τρελαίνει με τον άγριο ερωτισμό της…Την οποία και παντρεύεται! Γρήγορα όμως νοσταλγεί τη Νινιλόχ και παρακαλεί τον Ταζόλ να του τη φέρει πίσω. Κι εκείνος του κάνει τη χάρη, αλλά με δυο όρους: Η Νινιλόχ θα είναι στο εξής…νάνα και-αφού η συμφωνία έχει παραβιαστεί- τα πλούτη του Γιουμί θα εξαφανιστούν, όπως και η ικανότητά του να μετατρέπει τα φύλλα του καλαμποκιού σε χαρτονομίσματα… Και το ζευγάρι , ευτυχισμένο που ξανάσμιξε, αλλά πάμφτωχο, παίρνει τους δρόμους για να φτάσει στην Τιεραπαουλίτα, την πόλη που ορίζει ο ιθαγενής δαίμονας Καστόκ, με σκοπό να γίνουν μάγοι… Η συνέχεια μετά τη σελίδα 154
Ο μάγος της ισπανόφωνης λογοτεχνίας από τη Γουατεμάλα Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας, δημοσιεύει αυτό το παράδοξο μυθιστόρημα το 1963, ένα έργο που διχάζει τους κριτικούς, οι οποίοι και αναρωτιούνται: ποιος είναι ο στόχος του μεγάλου δημιουργού; Να μεταφέρει κάποιο έντεχνα μεταμφιεσμένο μήνυμα κοινωνικής κριτικής, μιας κριτικής που χαρακτήριζε όλα τα προηγούμενα έργα του και ιδίως το αριστούργημά του «Ο κύριος Πρόεδρος» (1946), για το οποίο κυρίως και τιμήθηκε το 1967 με το βραβείο Νόμπελ; Αυτό μπορεί να το δει κανείς στο διάλογο που διαμείβεται ανάμεσα σ' έναν φουκαρά Ινδιάνο και το νεωκόρο του ναού της Τιεραπαουλίτα, καθώς η πόλη έχει καταληφθεί πια από τον χριστιανό δαίμονα Καντάνγκα:
Ο νεωκόρος: "Από δω και μπρος , όταν θα κατεβαίνεις από τα βουνά σου, να έρχεσαι κατευθείαν στο πρεσβυτέριο, όπου θα σου δίνουμε πάντοτε άσυλο, γιατί είναι έργο φιλαλληλίας να γδύνουμε όσους είναι γυμνοί! (Γέλασε με το λαθος του, που λάθος δεν ήταν, γιατί ο Ινδιάνος ήταν στην ουσία γυμνός, μόλις τον σκέπαζε ένα σώβρακο και μια πουκαμίσα, που ήταν κουρέλια). Κι αν πεινάς θα τρως μαζί μου. Τι έργο φιλευσπλαχνίας να αφαιρείς την τροφή απ΄αυτούς που πεινούν! Ε, ναι, γιατί αλλιώς αποχτούν τη συνήθεια να τρώνε! (Και έβαλε ξανά τα γέλια)
Μήπως πάλι επιχειρεί να μας δώσει μια ερμηνεία του συγκρητισμού της θρησκείας των αυτοχθόνων ινδιάνων της χώρας του με το χριστιανισμό; Εδώ αξίζει να σημειώσουμε τον –επινοημένο βέβαια- μύθο της καταγωγής και της διάδοσης του καπνόφυτου: Όταν ο Καντάνγκα ήταν ακόμη αρχάγγελος, πληροφόρησε το θεό ότι ανακάλυψε «το μοναδικό φυτό που σκέφτεται». Έντρομος ο Θεός τον διέταξε να το κάψει. Εκείνος όμως το πέταξε από τους αιθέρες στη γη. Και τότε ο θεός για να τον τιμωρήσει τον μετέτρεψε από αρχάγγελο σε αρχηγό των επαναστατημένων αγγέλων που γκρεμίστηκαν στα Τάρταρα. Το φυτό, που στο μεταξύ είχε φυτρώσει και εξαπλωθεί στην Τιεραπαουλίτα το απολάμβαναν-καλά κρυμμένο από τον Καντάγκα- αποκλειστικά οι ιθαγενείς δαίμονες-υποτελείς του Καστόκ. Όταν όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και κατέπλευσαν στο Νέο Κόσμο οι κονκισταδόροι με το χριστιανό δαίμονα επικεφαλής, οι ιθαγενείς δαίμονες του επέστρεψαν το σκεπτόμενο φυτό «γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτή θα η ήταν η εκδίκησή τους εναντίον του λευκού ανθρώπου!»
Ή μήπως ο μεγάλος συγγραφέας έχει κατά νου να δημιουργήσει ένα έπος της σεξουαλικής απελευθέρωσης ή να στήσει μια μεγαλειώδη φάρσα στους κριτικούς της λογοτεχνίας και στους «κουλτουριάρηδες» αναγνώστες; Ας αποφασίσει ο κάθε αναγνώστης για όλα αυτά.
Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα διαβάσει το έργο όχι-μόνο- ως παιδικό παραμύθι, αλλά κυρίως ως ποιητικό δημιούργημα, στο οποίο η λέξη, η φράση, η εικόνα παραπέμπει αυτή καθεαυτή σε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και -προς θεού-χωρίς να ψάχνει για κρυφά νοήματα όπως τον δίδαξαν στο σχολείο. Σ’ αυτό βοηθάει βέβαια κατεξοχήν και η αριστοτεχνική μετάφραση του αλησμόνητου (+1910) Μπάμπη Λυκούδη. Χωρίς αυτή είναι βέβαιο ότι το έργο έχανε το μεγαλύτερο μέρος της αξίας του. Ένα δείγμα του ύφους του έργου αλλά και της μεταφραστικής δεινότητας του Μπάμπη Λυκούδη:
Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα διαβάσει το έργο όχι-μόνο- ως παιδικό παραμύθι, αλλά κυρίως ως ποιητικό δημιούργημα, στο οποίο η λέξη, η φράση, η εικόνα παραπέμπει αυτή καθεαυτή σε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και -προς θεού-χωρίς να ψάχνει για κρυφά νοήματα όπως τον δίδαξαν στο σχολείο. Σ’ αυτό βοηθάει βέβαια κατεξοχήν και η αριστοτεχνική μετάφραση του αλησμόνητου (+1910) Μπάμπη Λυκούδη. Χωρίς αυτή είναι βέβαιο ότι το έργο έχανε το μεγαλύτερο μέρος της αξίας του. Ένα δείγμα του ύφους του έργου αλλά και της μεταφραστικής δεινότητας του Μπάμπη Λυκούδη:
Ο χορός των Γιγαντόπουλων άρχισε μέσα σε ομοβροντία ανεμοθύελλας: τα σύννεφα συγκρούονταν με τα κέρατα των ταύρων, οι βροντές σφυροκοπούσαν, η βροχή χαστούκιζε, το χαλάζι έγδερνε, τα βράχια έδιναν γονατιές, οι κληματσίδες μαστίγωναν και τα δέντρα έδιναν αγκωνιές που έσβηναν σ’ έναν ωκεανό περιτριμμάτων από καλάμια και ξερόφυλλα. Το ίδιο γινόταν και στην πόλη: οι χριστοί συγκρούονταν μεταξύ τους και οι άγιοι το ίδιο μέσα στο μισόφωτο της εκκλησίας, όπου έβρεχε ξύλινα σκουλήκια. Χερούλια χτυπούσαν, πόρτες βροντούσαν, στα χάνια και στα μαγέρικα, όπου αόρατα ποδοκροτούσαν ανάμεσα στο θόρυβο των κατσαρολιών, των σκουτελιών και των σκουπόξυλων, τακούνια, βήματα αυτών που έφευγαν ή κυλούσαν χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, μέσα στις αυλές, ανάμεσα στα ρούχα που είχαν πέσει από τα σκοινιά, και τις κομματιασμένες γλάστρες…
Ο Αστούριας έχει χαρακτηριστεί γι αυτό το έργο του ως ο Bosh της λογοτεχνίας. Και πράγματι θα παρελάσουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μια σειρά από ιστορίες και σκηνές χωρίς αρχή και τέλος και, το σπουδαιότερο, χωρίς λογική συνοχή. Ένας απέραντος «Κήπος των Ηδονών». Όπου η αχαλίνωτη φαντασία, οι κοινωνικές νύξεις για τους ιθαγενείς που δεν είχαν ποτέ στον ήλιο μοίρα, το ερωτικό παραλήρημα, η γοητεία του τροπικού τοπίου και συχνά ένας υφέρπων σαρκασμός συνθέτουν έναν πρωτόγνωρο πίνακα που μαγεύει τον αναγνώστη.
Το βιβλίο είναι από καιρό εξαντλημένο. Μπορεί να το εντοπίσει κανείς ξεχασμένο στα ράφια κάποιων μεγάλων βιβλιοπωλείων Διαφημίζεται ακόμη και στο διαδίκτυο από τις σελίδες παλαιοβιβλιοπωλείων.
Καλλικράτεια, Αύγουστος 2011
Το βιβλίο είναι από καιρό εξαντλημένο. Μπορεί να το εντοπίσει κανείς ξεχασμένο στα ράφια κάποιων μεγάλων βιβλιοπωλείων Διαφημίζεται ακόμη και στο διαδίκτυο από τις σελίδες παλαιοβιβλιοπωλείων.
Καλλικράτεια, Αύγουστος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου