IΣΠΑΝΙΑ
FERNANDO ARRABAL
Ο ΒΑΑΛ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΙΓΚΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1998
σελ. 140
Το μόνο που θυμάται το παιδί από τον πατέρα του είναι ότι κάποτε στην παραλία της Μελίγια εκείνος του έθαβε τα πόδια στην άμμο. Άλλο τίποτε. Σκοτάδι. Σκαλίζει απεγνωσμένα τα μπαούλα με τις παλιές φωτογραφίες. Σ΄ όλες το παιδί με τη μητέρα του αγκαλιά. Σε κάποιες και μια ανδρική μορφή με το κεφάλι κομμένο προσεχτικά με ξυράφι. Α, ναι, και η πίπα που κάπνιζε κάποτε ο πατέρας του. Αργότερα, στο Βίγια Ραμίρο (το παιδί ήταν απόν), άκουγε συχνά τους δικούς του να του διηγούνται για τη σύλληψη του φωτισμένου δάσκαλου του χωριού:
Η γιαγιά: «αυτό συνέβη πριν το χάραμα…Καλά να πάθει αυτός ο αναρχικός!»
Η θεία Κλάρα: «Πρέπει να ήταν τέσσερις το πρωί…Καλά να πάθει, αυτός , ο άθεος!»
Ο παππούς κάπνιζε ένα τσιγάρο.
Από εκεί ξεκινάει η ισπανο-χριστιανική εκπαίδευσή του:
Το «βρυσάκι», κάτω από το παντελόνι του, έπρεπε απαραίτητα να βρίσκεται αριστερά. Αλλιώς θα γινόταν κορίτσι.
Αν δεν διέσχιζε το μακρύ κατασκότεινο διάδρομο του σπιτιού του χωρίς να φοβάται, θα ήταν κότα.
Για να φιλήσει το χέρι της μητέρας του έπρεπε να ακολουθήσει μια ολόκληρη και λεπτομερή τελετουργία.
Κάθε βράδυ έπρεπε να μαστιγώνει γυμνή στο δωμάτιό της τη θεία Κλάρα, για να μην ξεχνάει τη μαστίγωση του Χριστού…
Στο νεκροταφείο του χωριού, έπρεπε να φτύνει και να πετάει χούφτες χώματα στα πτώματα των αναρχικών που συσσώρευαν καθημερινά οι πολιτοφύλακες.
Και κοντά σ’ αυτά έπρεπε να περιμένει τον παππού να πεθάνει «σκεπασμένος με τον ιερό μανδύα της Παναγίας της Πιλάρ». Κι εκείνος να μην πεθαίνει και να κλάνει συνέχεια κάτω από τον μανδύα..
Και αργότερα, στη Μαδρίτη, έφηβος πια, να είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως , όταν στη σχολή όφειλε να επιδεικνύει πνεύμα στρατιωτικής πειθαρχίας, για να γίνει αεροπόρος, όπως ονειρευόταν η μητέρα του…
Και από δίπλα του συνεχώς η μητέρα-δυνάστης και ευνούχος, αλλά και σαγηνευτική συνάμα με τα λευκά της γόνατα και την υγρή της γλώσσα, να του τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι αυτή θυσιάστηκε για τα παιδιά της , ενώ «εκείνος , ο αχαΐρευτος, σας εγκατέλειψε για μια ιδεολογία» Και ο πατέρας να σαπίζει στη φυλακή…
Ο Φερνάντο Αραμπάλ (γεννημένος το 1932 στη Μελίγια) συνέθεσε αυτό το χρονικό βαρβαρότητας της εποχής της εθνικιστικής Ισπανίας το 1957 , σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών. Όσο χρειάζεται νωρίς για να κρατάει ζωντανές τις μνήμες εκείνης της εποχής, αλλά και όσο αργά χρειάζεται αργά για να μετουσιώνει τις μνήμες αυτές σε τέχνη. Ο ίδιος υπήρξε στον αιώνα του ένας χαρακτηριστικός τύπος «homo universalis»: δραματικός συγγραφέας κατεξοχήν (Νεκροταφείο Αυτοκινήτων), μυθιστοριογράφος (Η Κόρη του Κινγκ Κονγκ), σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών (Θα καλπάσω σαν άλογο τρελό), δοκιμιογράφος (Αποτυχία και Μύθος), ποιητής και ζωγράφος.
Ο τίτλος του έργου παρμένος από τη Βίβλο, αναφέρεται σε μια ρήση του θεού «Θα τιμωρήσω τον Βάαλ της Βαβυλώνας!» και το ίδιο το έργο πρέπει να περιέχει ένα πλήθος από αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η κατάταξή του στο είδος του μυθιστορήματος είναι συζητήσιμη. Ο λιτός και πυκνός λόγος του -σχεδόν επιγραμματικός-, καθώς και μια σαφής σκηνική αντίληψη που το χαρακτηρίζει θα μπορούσε άνετα να το εντάξει στο θεατρικό είδος. Κάποιος ρηξικέλευθος σκηνοθέτης θα μπορούσε, πιστεύουμε, να το ανεβάσει στη σκηνή με μεγάλη επιτυχία (αν δεν έχει ήδη συμβεί). Ο Βάαλ της Βαβυλώνας «μας διηγείται τη βάρβαρη, όσο και σαγηνευτική ιστορία μιας παιδικής ιστορίας τσακισμένης πρόωρα, καθώς η χώρα που τη νανούρισε»
Η γιαγιά: «αυτό συνέβη πριν το χάραμα…Καλά να πάθει αυτός ο αναρχικός!»
Η θεία Κλάρα: «Πρέπει να ήταν τέσσερις το πρωί…Καλά να πάθει, αυτός , ο άθεος!»
Ο παππούς κάπνιζε ένα τσιγάρο.
Από εκεί ξεκινάει η ισπανο-χριστιανική εκπαίδευσή του:
Το «βρυσάκι», κάτω από το παντελόνι του, έπρεπε απαραίτητα να βρίσκεται αριστερά. Αλλιώς θα γινόταν κορίτσι.
Αν δεν διέσχιζε το μακρύ κατασκότεινο διάδρομο του σπιτιού του χωρίς να φοβάται, θα ήταν κότα.
Για να φιλήσει το χέρι της μητέρας του έπρεπε να ακολουθήσει μια ολόκληρη και λεπτομερή τελετουργία.
Κάθε βράδυ έπρεπε να μαστιγώνει γυμνή στο δωμάτιό της τη θεία Κλάρα, για να μην ξεχνάει τη μαστίγωση του Χριστού…
Στο νεκροταφείο του χωριού, έπρεπε να φτύνει και να πετάει χούφτες χώματα στα πτώματα των αναρχικών που συσσώρευαν καθημερινά οι πολιτοφύλακες.
Και κοντά σ’ αυτά έπρεπε να περιμένει τον παππού να πεθάνει «σκεπασμένος με τον ιερό μανδύα της Παναγίας της Πιλάρ». Κι εκείνος να μην πεθαίνει και να κλάνει συνέχεια κάτω από τον μανδύα..
Και αργότερα, στη Μαδρίτη, έφηβος πια, να είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως , όταν στη σχολή όφειλε να επιδεικνύει πνεύμα στρατιωτικής πειθαρχίας, για να γίνει αεροπόρος, όπως ονειρευόταν η μητέρα του…
Και από δίπλα του συνεχώς η μητέρα-δυνάστης και ευνούχος, αλλά και σαγηνευτική συνάμα με τα λευκά της γόνατα και την υγρή της γλώσσα, να του τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι αυτή θυσιάστηκε για τα παιδιά της , ενώ «εκείνος , ο αχαΐρευτος, σας εγκατέλειψε για μια ιδεολογία» Και ο πατέρας να σαπίζει στη φυλακή…
Ο Φερνάντο Αραμπάλ (γεννημένος το 1932 στη Μελίγια) συνέθεσε αυτό το χρονικό βαρβαρότητας της εποχής της εθνικιστικής Ισπανίας το 1957 , σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών. Όσο χρειάζεται νωρίς για να κρατάει ζωντανές τις μνήμες εκείνης της εποχής, αλλά και όσο αργά χρειάζεται αργά για να μετουσιώνει τις μνήμες αυτές σε τέχνη. Ο ίδιος υπήρξε στον αιώνα του ένας χαρακτηριστικός τύπος «homo universalis»: δραματικός συγγραφέας κατεξοχήν (Νεκροταφείο Αυτοκινήτων), μυθιστοριογράφος (Η Κόρη του Κινγκ Κονγκ), σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών (Θα καλπάσω σαν άλογο τρελό), δοκιμιογράφος (Αποτυχία και Μύθος), ποιητής και ζωγράφος.
Ο τίτλος του έργου παρμένος από τη Βίβλο, αναφέρεται σε μια ρήση του θεού «Θα τιμωρήσω τον Βάαλ της Βαβυλώνας!» και το ίδιο το έργο πρέπει να περιέχει ένα πλήθος από αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η κατάταξή του στο είδος του μυθιστορήματος είναι συζητήσιμη. Ο λιτός και πυκνός λόγος του -σχεδόν επιγραμματικός-, καθώς και μια σαφής σκηνική αντίληψη που το χαρακτηρίζει θα μπορούσε άνετα να το εντάξει στο θεατρικό είδος. Κάποιος ρηξικέλευθος σκηνοθέτης θα μπορούσε, πιστεύουμε, να το ανεβάσει στη σκηνή με μεγάλη επιτυχία (αν δεν έχει ήδη συμβεί). Ο Βάαλ της Βαβυλώνας «μας διηγείται τη βάρβαρη, όσο και σαγηνευτική ιστορία μιας παιδικής ιστορίας τσακισμένης πρόωρα, καθώς η χώρα που τη νανούρισε»
Η μετάφραση του έργου δυστυχώς από τα γαλλικά. Αν δώσουμε βάση στο ιταλικό "tradutore e produtore' (ο μεταφραστής είναι προδότης), τότε στην περίπτωσή μας ο μεταφραστής θα είναι διπλά προδότης...
Καλλικράτεια Αύγουστος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου