ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΞΙΚΟ
CARLOS FUENTES
ΝΕΡΟ ΚΑΜΕΝΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΑΓΡΑ 1995
σελ. 298
Το έργο το συνθέτουν τέσσερις αυτόνομες νουβέλες, που συνδέονται όμως μεταξύ τους με αδιόρατα νήματα (Αφηγηματικό Κουαρτέτο, όπως αναφέρεται στον υπότιτλο) με κοινό σημείο την Πόλη του Μεξικού, η οποία είναι χτισμένη πάνω στην πρωτεύουσα των Αζτέκων και στη λίμνη που την περιέβαλλε, μια λίμνη που πήρε φωτιά, σύμφωνα με την παράδοση, κατά την πολιορκία της από τους ισπανούς κατακτητές. Από εδώ και ο τίτλος του έργου Νερό Καμένο.
Στο πρώτο αφήγημα (Η Γιορτή της Μητέρας) κυρίαρχη μορφή αποτελεί ο παλαίμαχος στρατηγός Βισέντε Βεργάρα. Ο στρατηγός που πολέμησε στα νιάτα του στο πλευρό όλων των μεγάλων επαναστατών του Μεξικού, όπως ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και ο Πάντσο Βίλα και μετά από κάποια μάχη με τους Ομοσπονδιακούς διέταξε να ευνουχίσουν έναν αντίπαλο αιχμάλωτο, αναπολεί τις μέρες της δόξας του περιτριγυρισμένος από το γιο του, δικηγόρο και μεγαλοκαλλιεργητή… μαριχουάνας και τον εικοσάχρονο εγγονό του που θαυμάζει απεριόριστα τον παππού του και περιφρονεί τον πατέρα του. Χαρακτηριστικό στοιχείο του αφηγήματος είναι η απουσία γυναικείων χαρακτήρων, καθώς τόσο η γιαγιά όσο και η μητέρα του αφηγητή είναι από χρόνια θαμμένες, αλλά οιονεί παρούσες, στον πολυτελή τάφο της οικογένειας του σπιτιού. Έτσι ο Fuentes υφαίνει σ' έναν αριστοτεχνικό καμβά, τα ψυχολογικά πορτρέτα των τριών ανδρών με διαύγεια και πληρότητα αξιοσημείωτη.
Το δεύτερο σκηνικό (Αυτά ήταν κάποτε Παλάτια) στήνεται στο υποβαθμισμένο πια κέντρο της Πόλης του Μεξικού, κοντά στη Μητρόπολη. Εκεί, και σε επαναδιαρρυθμισμένο πρώην πολυτελές μέγαρο, ζουν οικογένειες που είχαν πλουτίσει στα χρόνια του αποικισμού, αλλά τώρα τα φέρνουν δύσκολα πέρα, αλλά και πρώην υπηρέτριες που έχουν απολυθεί, καθότι μετά την επανάσταση ο θεσμός των υπηρετών έχει πια παρακμάσει. Εδώ ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να μας αναπτύξει μια ιδιότυπη, αλλά δυνατή σχέση ανάμεσα στον ανάπηρο έφηβο Λουισίτο, και στη δόνια Μανουελίτα, πρώην υπηρέτρια του στρατηγού Βεργάρα. Ο Λουισίτο με μια καλπάζουσα φαντασία αλλά και αξιοπρέπεια, αισθάνεται ότι αποτελεί βάρος στην οικογένειά του και αυτό δεν μπορεί να το ανεχθεί, τη στιγμή που η δόνια Μανουελίτα τον έχει ανάγκη για να μοιράζεται μ’ αυτόν τη μοναξιά της. Παρακολουθούμε λοιπόν την εξέλιξη αυτής της σχέσης ανάμεσα στη δόνια Μανουελίτα, που εξαντλεί όλη την ευαισθησία της στο να φροντίζει τα γεράνια και τα καναρίνια της αυλής του σπιτιού, αλλά και να επικοινωνεί με ένα ολόκληρο κοπάδι αδέσποτων σκύλων, και στον έφηβο Λουισίτο που κοινωνικοποείται επιτέλους αυτονομούμενος με τη βοήθειά της.
«Παλιά οι νύχτες στην πόλη του Μεξικού ήταν γεμάτες ξημερώματα» (Γλυκοχαράματα) Κι ο Φεδερίκο Σίλβα, έβγαινε στις δύο το πρωί στο μπαλκόνι του αρχοντικού του και απολάμβανε το πρωινό που ερχόταν, με τις μυρωδιές των τροπικών δέντρων και της αποξηραμένης λίμνης. Τώρα δυο πανύψηλα κτίρια του έχουν στερήσει τον ορίζοντα, το ταλαιπωρημένο σπογγώδες υπέδαφος της περιοχής μην αντέχοντας τόσο βάρος κατολισθαίνει και το σπίτι του μέρα με την ημέρα γέρνει σαν τον πύργο της Πίζας. Η αυταρχική μητέρα του κάτω από τη σκιά της οποίας ζούσε χρόνια έχει πεθάνει κι ο ίδιος διάγοντας μέσα στη χλιδή του πάμπλουτου εισοδηματία προσπαθεί να φανταστεί το είδος του θανάτου του. Η μοναδική γυναίκα που αγάπησε στα δεκαπέντε της η Μαρία δε λος Άνχελες, «που κάποτε ήταν γοητευτική , αλλά τώρα έμοιαζε με τη βασίλισσα Μαρία-Λουίζα στον πίνακα του Γκόγια», είναι πια μια απλή φίλη του και αυτή που θα διαβάσει την από καιρό προσχεδιασμένη επιστολή που ετοίμασε πριν πεθάνει. Μόνο που η ζωή εδώ ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Ο Carlos Fuentes σκιαγραφεί εδώ με περισσή μαεστρία το πορτρέτο ενός μεσοαστού εισοδηματία της πόλης του Μεξικού που αρνείται πεισματικά να παρακολουθήσει τις σύγχρονες εξελίξεις και να συμφιλιωθεί με το καινούργιο που έρχεται. Ενός μεσοαστού που παραδίνεται αμαχητί στο μοιραίο…
«Ο Γιος του Αντρές Απαρίσιο», ο λούμπεν προλετάριος Μπερναμπέ, και η νομοτελειακή πορεία του μέχρι τις τάξεις του παρακρατικού εθνικισμού είναι το τελευταίο θέμα του έργου. Σφόδρα υποβαθμισμένο προάστιο χωρίς όνομα, παράγκα με λαμαρίνες και χαρτόνια, ηλεκτρικό ρεύμα κλεμμένο από τα δημόσια δίκτυα, ένας πατέρας χαμένος χρόνια τώρα , μια μητέρα τρυφερή αλλά αδύναμη και δυο θείοι. Και ακόμη: ένα σχολείο με τάξεις εκατό μαθητών, που μπορείς να το εγκαταλείψεις χωρίς να σε πάρει κανείς είδηση (ευτυχώς που υπάρχουν και τα βενζινάδικα ιδιοκτησίας του λισεντσιάδο Τιν Βεργάρα, όπου μπορείς να κερδίσεις μερικά πέσος καθαρίζοντας παρμπρίζ ). Και παραπέρα ένα εργοστάσιο, όπου οι νεαρές εργάτριες κλείνονται μέσα στα σκοτεινά τις Κυριακές και κάνουν έρωτα στα τυφλά με όποιον τύχει. Ποια άλλη διέξοδος μένει για το νεαρό παλικάρι που δυσκολεύεται μάλιστα να εκφραστεί, που φοβάται τις λέξεις, εκτός από την τυφλή βία του δεξιού παρακράτους της χώρας που σε συνεργασία με την αστυνομία αγωνίζεται να εκπαραθυρώσει τους αριστερούς υπουργούς της κυβέρνησης;
Και πάλι ο Carlos Fuentes με μια θαυμαστή κοινωνική ανάλυση φωτίζει τις αδήριτες βιοτικές ανάγκες , τα πολλαπλά κοινωνικά αδιέξοδα αλλά και τις λαχτάρες εκείνων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Χωρίς πάθος, αλλά με αμέριστη συμπάθεια για κάθε «παραστρατημένο» που δεν επιλέγει τα μονοπάτια αυτά μόνο και μόνο για να σωθεί από τη μιζέρια και την αφάνεια, αλλά και επιλέγεται για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των δυνατών και των λίγων.
Στο πρώτο αφήγημα (Η Γιορτή της Μητέρας) κυρίαρχη μορφή αποτελεί ο παλαίμαχος στρατηγός Βισέντε Βεργάρα. Ο στρατηγός που πολέμησε στα νιάτα του στο πλευρό όλων των μεγάλων επαναστατών του Μεξικού, όπως ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και ο Πάντσο Βίλα και μετά από κάποια μάχη με τους Ομοσπονδιακούς διέταξε να ευνουχίσουν έναν αντίπαλο αιχμάλωτο, αναπολεί τις μέρες της δόξας του περιτριγυρισμένος από το γιο του, δικηγόρο και μεγαλοκαλλιεργητή… μαριχουάνας και τον εικοσάχρονο εγγονό του που θαυμάζει απεριόριστα τον παππού του και περιφρονεί τον πατέρα του. Χαρακτηριστικό στοιχείο του αφηγήματος είναι η απουσία γυναικείων χαρακτήρων, καθώς τόσο η γιαγιά όσο και η μητέρα του αφηγητή είναι από χρόνια θαμμένες, αλλά οιονεί παρούσες, στον πολυτελή τάφο της οικογένειας του σπιτιού. Έτσι ο Fuentes υφαίνει σ' έναν αριστοτεχνικό καμβά, τα ψυχολογικά πορτρέτα των τριών ανδρών με διαύγεια και πληρότητα αξιοσημείωτη.
Το δεύτερο σκηνικό (Αυτά ήταν κάποτε Παλάτια) στήνεται στο υποβαθμισμένο πια κέντρο της Πόλης του Μεξικού, κοντά στη Μητρόπολη. Εκεί, και σε επαναδιαρρυθμισμένο πρώην πολυτελές μέγαρο, ζουν οικογένειες που είχαν πλουτίσει στα χρόνια του αποικισμού, αλλά τώρα τα φέρνουν δύσκολα πέρα, αλλά και πρώην υπηρέτριες που έχουν απολυθεί, καθότι μετά την επανάσταση ο θεσμός των υπηρετών έχει πια παρακμάσει. Εδώ ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να μας αναπτύξει μια ιδιότυπη, αλλά δυνατή σχέση ανάμεσα στον ανάπηρο έφηβο Λουισίτο, και στη δόνια Μανουελίτα, πρώην υπηρέτρια του στρατηγού Βεργάρα. Ο Λουισίτο με μια καλπάζουσα φαντασία αλλά και αξιοπρέπεια, αισθάνεται ότι αποτελεί βάρος στην οικογένειά του και αυτό δεν μπορεί να το ανεχθεί, τη στιγμή που η δόνια Μανουελίτα τον έχει ανάγκη για να μοιράζεται μ’ αυτόν τη μοναξιά της. Παρακολουθούμε λοιπόν την εξέλιξη αυτής της σχέσης ανάμεσα στη δόνια Μανουελίτα, που εξαντλεί όλη την ευαισθησία της στο να φροντίζει τα γεράνια και τα καναρίνια της αυλής του σπιτιού, αλλά και να επικοινωνεί με ένα ολόκληρο κοπάδι αδέσποτων σκύλων, και στον έφηβο Λουισίτο που κοινωνικοποείται επιτέλους αυτονομούμενος με τη βοήθειά της.
«Παλιά οι νύχτες στην πόλη του Μεξικού ήταν γεμάτες ξημερώματα» (Γλυκοχαράματα) Κι ο Φεδερίκο Σίλβα, έβγαινε στις δύο το πρωί στο μπαλκόνι του αρχοντικού του και απολάμβανε το πρωινό που ερχόταν, με τις μυρωδιές των τροπικών δέντρων και της αποξηραμένης λίμνης. Τώρα δυο πανύψηλα κτίρια του έχουν στερήσει τον ορίζοντα, το ταλαιπωρημένο σπογγώδες υπέδαφος της περιοχής μην αντέχοντας τόσο βάρος κατολισθαίνει και το σπίτι του μέρα με την ημέρα γέρνει σαν τον πύργο της Πίζας. Η αυταρχική μητέρα του κάτω από τη σκιά της οποίας ζούσε χρόνια έχει πεθάνει κι ο ίδιος διάγοντας μέσα στη χλιδή του πάμπλουτου εισοδηματία προσπαθεί να φανταστεί το είδος του θανάτου του. Η μοναδική γυναίκα που αγάπησε στα δεκαπέντε της η Μαρία δε λος Άνχελες, «που κάποτε ήταν γοητευτική , αλλά τώρα έμοιαζε με τη βασίλισσα Μαρία-Λουίζα στον πίνακα του Γκόγια», είναι πια μια απλή φίλη του και αυτή που θα διαβάσει την από καιρό προσχεδιασμένη επιστολή που ετοίμασε πριν πεθάνει. Μόνο που η ζωή εδώ ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Ο Carlos Fuentes σκιαγραφεί εδώ με περισσή μαεστρία το πορτρέτο ενός μεσοαστού εισοδηματία της πόλης του Μεξικού που αρνείται πεισματικά να παρακολουθήσει τις σύγχρονες εξελίξεις και να συμφιλιωθεί με το καινούργιο που έρχεται. Ενός μεσοαστού που παραδίνεται αμαχητί στο μοιραίο…
«Ο Γιος του Αντρές Απαρίσιο», ο λούμπεν προλετάριος Μπερναμπέ, και η νομοτελειακή πορεία του μέχρι τις τάξεις του παρακρατικού εθνικισμού είναι το τελευταίο θέμα του έργου. Σφόδρα υποβαθμισμένο προάστιο χωρίς όνομα, παράγκα με λαμαρίνες και χαρτόνια, ηλεκτρικό ρεύμα κλεμμένο από τα δημόσια δίκτυα, ένας πατέρας χαμένος χρόνια τώρα , μια μητέρα τρυφερή αλλά αδύναμη και δυο θείοι. Και ακόμη: ένα σχολείο με τάξεις εκατό μαθητών, που μπορείς να το εγκαταλείψεις χωρίς να σε πάρει κανείς είδηση (ευτυχώς που υπάρχουν και τα βενζινάδικα ιδιοκτησίας του λισεντσιάδο Τιν Βεργάρα, όπου μπορείς να κερδίσεις μερικά πέσος καθαρίζοντας παρμπρίζ ). Και παραπέρα ένα εργοστάσιο, όπου οι νεαρές εργάτριες κλείνονται μέσα στα σκοτεινά τις Κυριακές και κάνουν έρωτα στα τυφλά με όποιον τύχει. Ποια άλλη διέξοδος μένει για το νεαρό παλικάρι που δυσκολεύεται μάλιστα να εκφραστεί, που φοβάται τις λέξεις, εκτός από την τυφλή βία του δεξιού παρακράτους της χώρας που σε συνεργασία με την αστυνομία αγωνίζεται να εκπαραθυρώσει τους αριστερούς υπουργούς της κυβέρνησης;
Και πάλι ο Carlos Fuentes με μια θαυμαστή κοινωνική ανάλυση φωτίζει τις αδήριτες βιοτικές ανάγκες , τα πολλαπλά κοινωνικά αδιέξοδα αλλά και τις λαχτάρες εκείνων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Χωρίς πάθος, αλλά με αμέριστη συμπάθεια για κάθε «παραστρατημένο» που δεν επιλέγει τα μονοπάτια αυτά μόνο και μόνο για να σωθεί από τη μιζέρια και την αφάνεια, αλλά και επιλέγεται για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των δυνατών και των λίγων.
Καλλικράτεια, Αύγουστος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου