ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
PEDRO MAIRAL
Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΝΗΤΟΥ
ΠΟΛΙΣ 2010
PEDRO MAIRAL
Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΝΗΤΟΥ
ΠΟΛΙΣ 2010
σελ. 358
Η Μαρία Βαλντές Νέιλαν, μια εικοσιτριάχρονη γραμματέας της εταιρείας επενδύσεων «Σουάρες & Μπαϊτος», στο Μπουένος Άιρες, αρχίζει μια ακόμη μέρα εργασίας. Ξεκινάει με το τρένο από τη συνοικία Μπεκάρ, όπου κατοικεί με τον πατέρα της, και φτάνει στο κέντρο της πόλης , στο εντυπωσιακό πολυώροφο κτίριο, όπου και η έδρα της πολυεθνικής επιχείρησης. Γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε ότι κάτι παράδοξο συμβαίνει: τα τηλέφωνα σπάνια χτυπούν, η τηλεόραση δεν λειτουργεί, οι υπολογιστές στα γραφεία παίζουν μόνο διακοσμητικό ρόλο και τα έγγραφα γράφονται πια σε παλιές γραφομηχανές. Και στους δρόμους πανδαιμόνιο. Διαδηλώσεις, πορείες, λεηλασίες, καταστροφές. Και μια είδηση να αιωρείται επίφοβη στον αέρα: «Η Κοσμοχαλασιά είναι πια κοντά!». Ο φίλος της Αλεχάντρο Περέιρα δεν εμφανίζεται στο ραντεβού τους. Προφανώς βρίσκεται ανάμεσα στους διαδηλωτές…
Έτσι αρχίζει το εφιαλτικό χρονικό της Μαρίας, που θαρρείς δε συμβαίνει στον κόσμο αυτόν , αλλά σ’ έναν άλλο, φανταστικό και εξωπραγματικό. Ο Πέδρο Μαϊράλ, εμπνευσμένος από την πρόσφατη οικονομική και κοινωνική κρίση της Αργεντινής, παρακολουθεί την ηρωίδα του στην προοδευτική εξαθλίωσή της και την επιστροφή της σε μια προ-πολιτισμική εποχή, όπου τίποτε δεν λειτουργεί όπως το ξέρουμε. Μόνο τα ένστικτα της επιβίωσης και της ερωτικής έλξης. Αρχές, ηθικές αξίες, καθημερινές συνήθειες, όλα έχουν ανατραπεί και οι συμπεριφορές των ανθρώπων είναι απρόβλεπτες. Συμμορίες πεινασμένων και απελπισμένων χωρικών επελαύνουν ακάθεκτες προς το κέντρο της πρωτεύουσας, της οποίας οι κάτοικοι, για να αμυνθούν, μετατρέπουν τις πολυκατοικίες σε απόρθητα φρούρια….Η ύπαιθρος πέφτει σε μια προοδευτική απερήμωση. Τα πάντα καταστρέφονται, ισοπεδώνονται: αγροί, κτίρια, δρόμοι από τη μια μέρα στην άλλη δεν αφήνουν ούτε τα ίχνη τους. Και το κακό ολοένα πλησιάζει στο κέντρο της πόλης. Τα τρόφιμα μεταφέρονται με ελικόπτερα στις ταράτσες των κτιρίων και μοιράζονται με συσσίτια. Και οι ένοικοι αναγκάζονται να επικοινωνούν μεταξύ τους με υπόγεια τούνελ ή κρεμαστές γέφυρες… Οι ηλικιωμένοι μεταφέρονται σωρηδόν στα νοσοκομεία και οι περισσότεροι πολύ γρήγορα πέφτουν σε κώμα… Και το παράξενο είναι ότι όλοι κρατούν σφιχτά στο χέρι τους το… τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Και μόνο όταν πατάει κάποιος τα κουμπιά του, δείχνουν να συνέρχονται… Και όλοι τρέμουν για το τι θα συμβεί αν κατά λάθος πατήσουν το OFF.
Και η Μαρία για να επιβιώσει, καθώς ούτε λόγος να ξαναγυρίσει στη δουλειά της, γίνεται νοσοκόμα, πόρνη στο λιμάνι του Μπάχο και στο τέλος καταφεύγει στις ξεχασμένες προκολομβιανές φυλές της ζούγκλας, όπου ο πολιτισμός με την καθιερωμένη του έννοια είναι άγνωστος. Εκεί πληροφορείται ότι ο φίλος της, πασίγνωστος και ηρωικός ηγέτης των επαναστατών, έπεσε μαχόμενος (για ποιον και γιατί;) και , ενώ έχει αρχίσει να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, υποχρεώνεται κάτω από τραγικές συνθήκες να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, όπου το μόνο κτίριο που έχει μείνει όρθιο είναι το οχυρωμένο πια κτίριο της δουλειάς της, Μέσα του έγκλειστοι οι υπάλληλοι και τ’ αφεντικά ζουν την έσχατη εξαθλίωση: για να επιζήσουν καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλον… Και η Μαρία , σαν σε όνειρο κατορθώνει να αποδράσει και να επιβιβαστεί σ’ ένα πλοίο, που θ’ ανοιχτεί στον Ωκεανό, όπου τίποτε πια δεν είναι ορατό: μόνο θάλασσα κι ουρανός…
Ο Πέδρο Μαϊράλ εγκαταλείποντας τη ρεαλιστική αφήγηση και χρησιμοποιώντας κατά κόρον μια καλπάζουσα φαντασία στην περιγραφή των γεγονότων μας θυμίζει τους πίνακες του αναγεννησιακού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος, ή ακόμη του Σαλβατόρ Νταλί. Ο σκοπός του είναι προφανής: το έργο του λειτουργεί σαν μια πολιτική αλληγορία -μήπως και διδακτική; - για το μέλλον του πολιτισμού μας, για τον οποίο είμαστε περήφανοι. Μήπως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες γαλουχηθήκαμε για γενιές ολόκληρες και να εγκαινιάσουμε μια καινούρια αρχή;.
Έτσι αρχίζει το εφιαλτικό χρονικό της Μαρίας, που θαρρείς δε συμβαίνει στον κόσμο αυτόν , αλλά σ’ έναν άλλο, φανταστικό και εξωπραγματικό. Ο Πέδρο Μαϊράλ, εμπνευσμένος από την πρόσφατη οικονομική και κοινωνική κρίση της Αργεντινής, παρακολουθεί την ηρωίδα του στην προοδευτική εξαθλίωσή της και την επιστροφή της σε μια προ-πολιτισμική εποχή, όπου τίποτε δεν λειτουργεί όπως το ξέρουμε. Μόνο τα ένστικτα της επιβίωσης και της ερωτικής έλξης. Αρχές, ηθικές αξίες, καθημερινές συνήθειες, όλα έχουν ανατραπεί και οι συμπεριφορές των ανθρώπων είναι απρόβλεπτες. Συμμορίες πεινασμένων και απελπισμένων χωρικών επελαύνουν ακάθεκτες προς το κέντρο της πρωτεύουσας, της οποίας οι κάτοικοι, για να αμυνθούν, μετατρέπουν τις πολυκατοικίες σε απόρθητα φρούρια….Η ύπαιθρος πέφτει σε μια προοδευτική απερήμωση. Τα πάντα καταστρέφονται, ισοπεδώνονται: αγροί, κτίρια, δρόμοι από τη μια μέρα στην άλλη δεν αφήνουν ούτε τα ίχνη τους. Και το κακό ολοένα πλησιάζει στο κέντρο της πόλης. Τα τρόφιμα μεταφέρονται με ελικόπτερα στις ταράτσες των κτιρίων και μοιράζονται με συσσίτια. Και οι ένοικοι αναγκάζονται να επικοινωνούν μεταξύ τους με υπόγεια τούνελ ή κρεμαστές γέφυρες… Οι ηλικιωμένοι μεταφέρονται σωρηδόν στα νοσοκομεία και οι περισσότεροι πολύ γρήγορα πέφτουν σε κώμα… Και το παράξενο είναι ότι όλοι κρατούν σφιχτά στο χέρι τους το… τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Και μόνο όταν πατάει κάποιος τα κουμπιά του, δείχνουν να συνέρχονται… Και όλοι τρέμουν για το τι θα συμβεί αν κατά λάθος πατήσουν το OFF.
Και η Μαρία για να επιβιώσει, καθώς ούτε λόγος να ξαναγυρίσει στη δουλειά της, γίνεται νοσοκόμα, πόρνη στο λιμάνι του Μπάχο και στο τέλος καταφεύγει στις ξεχασμένες προκολομβιανές φυλές της ζούγκλας, όπου ο πολιτισμός με την καθιερωμένη του έννοια είναι άγνωστος. Εκεί πληροφορείται ότι ο φίλος της, πασίγνωστος και ηρωικός ηγέτης των επαναστατών, έπεσε μαχόμενος (για ποιον και γιατί;) και , ενώ έχει αρχίσει να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, υποχρεώνεται κάτω από τραγικές συνθήκες να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, όπου το μόνο κτίριο που έχει μείνει όρθιο είναι το οχυρωμένο πια κτίριο της δουλειάς της, Μέσα του έγκλειστοι οι υπάλληλοι και τ’ αφεντικά ζουν την έσχατη εξαθλίωση: για να επιζήσουν καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλον… Και η Μαρία , σαν σε όνειρο κατορθώνει να αποδράσει και να επιβιβαστεί σ’ ένα πλοίο, που θ’ ανοιχτεί στον Ωκεανό, όπου τίποτε πια δεν είναι ορατό: μόνο θάλασσα κι ουρανός…
Ο Πέδρο Μαϊράλ εγκαταλείποντας τη ρεαλιστική αφήγηση και χρησιμοποιώντας κατά κόρον μια καλπάζουσα φαντασία στην περιγραφή των γεγονότων μας θυμίζει τους πίνακες του αναγεννησιακού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος, ή ακόμη του Σαλβατόρ Νταλί. Ο σκοπός του είναι προφανής: το έργο του λειτουργεί σαν μια πολιτική αλληγορία -μήπως και διδακτική; - για το μέλλον του πολιτισμού μας, για τον οποίο είμαστε περήφανοι. Μήπως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες γαλουχηθήκαμε για γενιές ολόκληρες και να εγκαινιάσουμε μια καινούρια αρχή;.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου