Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Η Γαλάζια Ώρα

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΠΕΡΟΥ
ALONSO CUETO
Η ΓΑΛΑΖΙΑ ΩΡΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ :
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2010 (σελ. 344 )

Η ιστοσελίδα έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το πολιτιστικό υπέδαφος της Λατινικής Αμερικής παραμένει ακόμη ανεκμετάλλευτο –σε αντίθεση με το ορυκτό. Μόνο που οι Ευρωπαίοι και οι Βορειοαμερικανοί φιλότεχνοι έχασαν πια από καιρό εκείνες τις κεραίες και τα ανακλαστικά που θα τους επέτρεπαν να το εντοπίσουν. Έτσι παραμένει άγνωστο ένα πλήθος από λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα του Μεξικού, της Χιλής, της Κολομβίας και του Περού και πολλών άλλων χωρών, με ελάχιστες εξαιρέσεις (όρα Gabriel Garcia Marqez και Isabelle Allende).
Ο Αλόνσο Κουέτο, γεννημένος στη Λίμα του Περού το 1954, έχει γράψει πάνω από δεκαπέντε μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Σήμερα δημοσιογραφεί και διδάσκει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Λίμας (sic). Με τη «Γαλάζια Ώρα» (2005) δεν εισάγει καινά θεματικά δαιμόνια, ούτε πασχίζει να μας παγιδέψει με ένα επιτηδευμένα ρηξικέλευθο ύφος. Απλώς αντλεί το θέμα του από την ταραγμένη πρόσφατη περίοδο της ιστορίας της χώρας του, όπου οι μαοϊκοί «τρομοκράτες» του Σεντέρο Λουμινόσο (Φωτεινό μονοπάτι) επιδίδονταν χρόνια ολόκληρα σε ομαδικές σφαγές του πληθυσμού της υπαίθρου (παράβαλε ερυθρούς Χμερ της Καμπότζης) και παράλληλα οι «εθνικιστές» στρατιώτες τους συναγωνίζονταν σε αγριότητα. Η τεχνική της αφήγησής του είναι κι αυτή πασίγνωστη: κυκλική χωρίς επιστροφές. Το έργο βέβαια, κάθε άλλο παρά ανήκει στη λεγόμενη «στρατευμένη λογοτεχνία» . Ο Κουέτο, βλέπει από απόσταση τα γεγονότα που αφηγείται και δε χαρίζεται σε κανέναν. Μόνο για τους άμοιρους ινδιάνους των ορέων, τους απογόνους των Ίνκας, που σφαγιάστηκαν άγρια, τόσο από τους επαναστάτες όσο και από τους τηρητές του νόμου και της τάξης, ψυχοπονάει.
Ο Αντριάν Ορμάτσε διευθύνει συνεταιρικά ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο στη Λίμα. Δεν του λείπει τίποτε (μόνο η λύπη, για να θυμηθούμε γνωστό ποιητή μας). Παντρεμένος με την ωραία και εύπορη Κλάουντια, με δυο χαριτωμένες κόρες που φοιτούν σε ιδιωτικό σχολείο, με ένα σπίτι πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων, μια γραμματέα εξυπηρετική που την εμπιστεύεται και μια ζωή γεμάτη ανέσεις. Βρίσκεται στη μια όχθη του ποταμού, πάντα στην ίδια, από τότε που γεννήθηκε, και ούτε που μπορεί να φανταστεί τι συμβαίνει στην άλλη. Και το δράμα του ξεκινάει από τη στιγμή που πληροφορείται ότι ο πεθαμένος εδώ και χρόνια πατέρας του, αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού όσο ζούσε, υπήρξε αρχιβασανιστής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως «τρομοκρατών» μιας δυσπρόσιτης περιοχής της χώρας. Αυτό δεν μπορεί να το ανεχτεί. Αν μαθευτεί θα αποτελέσει νάρκη στα θεμέλια της οικογενειακής του ευτυχίας. (Τα γεγονότα εξελίσσονται σε μια περίοδο αντίστοιχη της δικής μας μεταπολίτευσης. Το «Φωτεινό Μονοπάτι» έχει διαλυθεί κι ο ηγέτης του βρίσκεται στη φυλακή). Και καθώς έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του, που υπεραγαπούσε , μια σειρά από κανόνες ηθικού δικαίου, αποφασίζει να ερευνήσει τα γεγονότα (μια απόφαση μαζοχιστική, καθώς μέσα του ξέρει πού μπορεί να τον οδηγήσει).
Και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να επιχειρήσει ένα ταξίδι στη μακρινή και δυσπρόσιτη περιοχή, όπου είχε υπηρετήσει ο πατέρας του, ο οποίος, φαίνεται ότι είχε μια ερωτική σχέση με μια δεκαεφτάχρονη κρατούμενη, πού κατόρθωσε να το σκάσει από το στρατόπεδο κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες. Φτάνει λοιπόν στην επαρχία αυτή χρησιμοποιώντας τα πιο απίθανα μεταφορικά μέσα κι εκεί έκπληκτος ανακαλύπτει ότι βρίσκεται πια σ τ η ν ά λ λ η ό χ θ η…
Οι ελάχιστοι κάτοικοι που έχουν απομείνει ζουν και κινούνται με τη σκέψη των δικών τους, αυτών που έχουν χάσει, διαρκώς στο μυαλό τους. Ο οδηγός που τον έφερε στο στρατόπεδο σταματάει στη μέση μιας κοιλάδας… Εδώ άφηναν τα πτώματα, του λέει . Κατά εκατοντάδες. Στη μια πλευρά οι τρομοκράτες και στην άλλη ο στρατός. Βασανισμένα κατακρεουργημένα. Κάποιος έκανε το λογαριασμό: αν τα έβαζες το ένα δίπλα στο άλλο, θα έφταναν να κάνεις εκατό φορές το γύρο του μεγάλου γηπέδου της πόλης… Συναντάει τον ιερέα της ενορίας. Μια συνάντηση που δίνεται με υποδειγματικά λιτό τρόπο. Όλοι οι κάτοικοι έρχονται σ΄ αυτόν για να του μιλήσουν. Κι αυτός τους ακούει, τους ακούει. «κι όταν εκείνοι φεύγουν, εγώ μένω, μόνος και κλαίω όσο περισσότερο μπορώ, κύριε…» Εκεί μαθαίνει ότι οι νύχτες στα χωριά της περιοχής εκείνα τα χρόνια ήταν κόλαση. Πότε οι τρομοκράτες και πότε ο στρατός ορμούσαν στα σπίτια, έσπαζαν τις πόρτες και άρπαζαν οποιονδήποτε «για να τον ανακρίνουν». Και κατά κανόνα αυτόν οι δικοί του τον έχαναν για πάντα. Ιδίως τα όμορφα κορίτσια (εδώ την αποκλειστικότητα την είχε ο στρατός). Τα κουβαλούσαν στο στρατόπεδο και τα παρέδιναν στους αξιωματικούς τους. Κι εκείνοι, αφού τα «ανέκριναν» με τον τρόπο που εύκολα μπορούμε να φανταστούμε, τα έδιναν στους στρατιώτες. Κι εκείνοι, για να γλεντήσουν όσο περισσότερο γινόταν, τους υπόσχονταν ότι θα τα άφηναν ελεύθερα, αν έκαναν ό τι τους ζητούσαν. Και στο τέλος μια σφαίρα στο σβέρκο. Όπως σκότωναν τα μοσχάρια…
Έτσι ο ήρωάς μας ανακαλύπτει ξαφνικά ότι τίποτε δεν τον συνδέει πια με την οικογένειά του, τους συγγενείς του, τους συνεργάτες του. Κι αυτοί δεν ξέρουν τι να υποθέσουν. Ενώ ο ίδιος, αφήνοντας σύξυλους τους μεγάλους πελάτες του, τη γυναίκα και τις κόρες του βάζει πια σκοπό της ζωής του να συναντήσει τη Μύριαμ, την κοπέλα που, έγκυος κατά μια πληροφορία, το είχε σκάσει από το κολαστήριο του πατέρα του, …
Πού τάχα θα τον οδηγήσει αυτή η αδιέξοδη πορεία που έχει επιλέξει; Τι θα μάθει για τον πατέρα του, πώς θα εξιλεωθεί ο ίδιος; Εδώ ο συγγραφέας επιλέγοντας την απλή αφήγηση, χωρίς τους γνωστούς αφορισμούς της σύγχρονης επιστήμης της ψυχολογίας, χειρίζεται άψογα το υλικό του. Χωρίς απροσδόκητες ανατροπές παρακολουθεί τον ήρωά του στην πορεία του προς την αυτοσυνειδητοποίηση με ένα τρόπο ψυχρό και απόμακρο , χωρίς συμπάθεια, ούτε όμως και ψόγο… Και τα ερωτήματα που πηγάζουν απ΄ αυτήν την πορεία είναι αμείλικτα: υπάρχει περίπτωση επιστροφής του στις παλιές «καλές μέρες»; Κι αν δεν υπάρχει πού θα οδηγηθεί ο ίδιος; Ο Αλόνσο Κουέτο δεν δραματοποιεί τα γεγονότα. Η «κορύφωση» που ίσως μέσα του περίμενε ο αναγνώστης δεν είναι στις προθέσεις του. Κι αυτό ίσως είναι η πιο σπουδαία κατάκτηση της δουλειάς του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: