Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Ιμαρέτ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ
ΙΜΑΡΕΤ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2008
σελ. 580



Το «Ιμαρέτ» του Γιάννη Καλπούζου που σταδιοδρομεί εκδοτικά με μεγάλη επιτυχία εδώ και δυο χρόνια, μπορεί να το προσεγγίσει κανείς από δυο κατευθύνσεις: ο συγγραφέας απλώνει μπροστά μας μια άκρως συναρπαστική και πειστική συνάμα τοιχογραφία της ιστορίας και της κοινωνίας της Άρτας κατά την τελευταία τριακονταετία πριν από την προσάρτησή της στην Ελλάδα (1882) και συγχρόνως μας αφηγείται ένα μύθο, ξεδιπλώνει μια σειρά από χαρακτήρες με άκρως όμως κοινοτοπικά γνωρίσματα, ένα μύθο με «καλούς» και «κακούς» ήρωες, με μια προβλέψιμη δραματουργική προσέγγιση των γεγονότων, ίσως και με κάποιες ανατροπές, αλλά με το απαραίτητο happy end. Είναι σαφές ότι στοχεύει σ’ ένα μέσο αναγνωστικό κοινό και στην εκδοτική επιτυχία του έργου του, πράγμα που αναμφίβολα το πετυχαίνει. Το βιβλίο διαβάζεται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, καθώς ανήκει στην κατηγορία εκείνων που μπορούν να διαβαστούν απνευστί, χωρίς ούτε μια στιγμή να υποχρεώνει τον αναγνώστη να επιστρέψει σε μια περασμένη σελίδα, για να διευκρινίσει κάτι αόριστο ή δισήμαντο. Σε κάποια σημεία μάλιστα κατορθώνει και να τον συγκινεί.


Είναι φανερό ότι ο Γ. Κ. έχει καταφέρει να αποχτήσει βαθιά γνώση της εποχής στην οποία ζουν και κινούνται οι ήρωές του. Μάλιστα η γνώση αυτή χαρακτηρίζεται από μια τέτοια ποικιλία, που σε κάποια σημεία –ελάχιστα ευτυχώς- παρεμβαίνει στη μυθιστορημαματική αφήγηση χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ο συγγραφέας δεν κατόρθωσε να δαμάσει το γνωστικό υλικό του και να το εντάξει δημιουργικά στην οικονομία του έργου. Παρ’ όλα αυτά παρακολουθεί με αδιάπτωτο ενδιαφέρον την εξέλιξη του μύθου, καθώς περνά από έκπληξη σε έκπληξη παρακολουθώντας τα ήθη και τις καθημερινές συνήθειες των κατοίκων της πόλης που ήταν Οθωμανοί, Ρωμιοί και Εβραίοι, άλλοτε αρμονικά συνυπάρχοντες αλλά και συχνά ασφυκτιώντες μέσα σε στείρες αντιπαραθέσεις. Βέβαια δεν κάνει να ολέθριο σφάλμα να κατατάξει ηθικά τους ήρωές του με βάση την εθνική τους συνείδηση. Οι δυο βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι ο ένας Ρωμιός κι άλλος Τούρκος. Ο Λιόντος κι ο Νετζίπ. Ομογάλακτοι, καθώς βύζαξαν από την ίδια –τουρκάλα- μάνα. Αυτοί «αφηγούνται» με τη σειρά τους τα γεγονότα χωρίς να αλληλοκαλύπτονται. (Τα 30 κεφάλαια του βιβλίου τιτλοφορούνται «του Λιόντου» και «του Νετζίπ» εναλλάξ. Στο τέλος παρατίθεται και ένας επίλογος με τίτλο «Του αφηγητή» που θα μπορούσε να λείπει.) Η διαφορά της θρησκείας όχι μόνο δεν απομακρύνει τους δυο ήρωες τον έναν από τον άλλο, αλλά τους θωρακίζει κι όλας. Μέχρι που θα τους χωρίσει η ιστορία. Οι μάνες τους , γειτόνισσες και στενές φίλες παραστέκονται η μια στην άλλη με συγκινητική ανιδιοτέλεια. Ο παππούς (του Νετζίπ) Ισμαήλ σκιαγραφείται παραστατικότατα: πρόκειται για ένα σοφό ανατολίτη γέροντα που έμαθε να βλέπει πέρα από τις συνήθεις θρησκευτικές και εθνικές προκαταλήψεις του καιρού του. Από την άλλη πλευρά δρουν και κινούνται ο Φάσγανος, ένας ρωμιός καιροσκόπος και απατεώνας, ο Ντογάν, ο φανατικός μουσουλμάνος αδελφός του Νετζίπ, που δεν διστάζει να πατήσει επί πτωμάτων για να υπερασπίσει την πίστη του και τη φυλή του, καθώς και ο νονός του Λιόντου Δαμιανός Μέγης που ονειρεύεται την ανάσταση της Αρχαίας Ελλάδας και βρίσκει παντού ανύπαρκτα κατάλοιπά της. Γύρω απ’ αυτούς τους βασικούς χαρακτήρες κινείται πειστικότατα και μια πλειάδα από άλλους δευτερεύοντες.Η κοινωνία της εποχής παρουσιάζεται με μια θαυμαστή ενάργεια και με ρεαλισμό: η θέση της γυναίκας που πουλιέται και αγοράζεται, που κατακρεουργείται από τον άντρα της για «λόγους τιμής», όχι μόνο με την ανοχή, αλλά και την αποδοχή του συνόλου της τοπικής κοινωνίας. Η θλιβερή κατάσταση των κολίγων της υπαίθρου που κατοικούν σε λασπόσπιτα με τα παιδιά τους να παίζουν φορώντας τσουράπια χωρίς πάτους «για να μην τα χαλάσουν», και κυρίως ο πόνος τους όταν μετά την προσάρτηση, η κατάστασή τους παρέμεινε ακριβώς η ίδια με τους ίδιους Έλληνες τσιφλικάδες να τους απομυζούν.. Οι δυο νεαροί ήρωες προβληματίζονται. Η σοσιαλιστική διεθνής της εποχής χαρακτηρίζεται σε εφημερίδα της Αθήνας ως «επάρατος εταιρεία φιλοταράχων και διεφθαρμένων».
-Το πιστεύεις (ρωτάει ο Νετζίπ). Κι ο Λιόντος:


-Αν δε φωνάξεις πως υπάρχεις, οι άλλοι σε θάφτουν ζωντανό… Κι όταν φωνάξεις σε λένε ταραξία και διεφθαρμένο, γιατί θέλουν να σε ορίζουν. Αυτό πιστεύω… (σελ. 260)


Αιώνιες αλήθειες…


Η γλώσσα του συγγραφέα είναι διανθισμένη με κάποιες ιδιορρυθμίες που θα μπορούσε να τις εντάξει κανείς στο ιδιαίτερο συγγραφικό του ύφος, όπως συχνές λόγιες εκφράσεις, η επιμονή του στην «ονομαστική απόλυτη» που ως δάσκαλοι κάναμε αγώνα να την εξοβελίσουμε από τα γραπτά των μαθητών μας («τελειώνοντας η ακολουθία, ομάδες νεαρών κατευθύνθηκαν προς τη συνοικία» σελ 59) και με κάποιες –σπανιότατες- αστοχίες , όπως κείνο το «ανεξαρτήτου ηλικίας» (σελ. 346) που το ακούμε συχνότατα δυστυχώς από τα ΜΜΕ.


Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα κατατοπιστικό γλωσσάρι τουρκικών λέξεων και εκφράσεων και από ένα χρησιμότατο σχεδίασμα της πόλης της Άρτας εκείνης της εποχής με όλα τα αναφερόμενα κτίρια και μνημεία της εποχής.



Δεν υπάρχουν σχόλια: