ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ
JORGE ICASA
ΟΥΑΖΙΠΟΥΝΓΚΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
ΠΟΛΛΑ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΛΑΧΟΥ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1982
σελ. 152
Ο Jorge Icasa (1906—1978), γεννημένος στο Κίτο του Ισημερινού, ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα ως θεατρικός συγγραφέας. Το 1934 όμως επιχείρησε να ασχοληθεί και με την πεζογραφία δημοσιεύοντας το Huasipungo, το οποίο γνώρισε μια απροσδόκητη εκδοτική επιτυχία στον λατινοαμερικανικό κόσμο. Το ότι το έργο έγινε γνωστό έξω από τη Λατινική Αμερική και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ρωσία των δεκαετιών του ’30 και του ’40, δεν είναι τυχαίο. Γιατί δεν είναι μόνο ο ωμός ρεαλισμός που το διακρίνει, αλλά και ένα έντονο καταγγελτικό ύφος, πολύ κοντά στον ακμάζοντα τότε σοσιαλιστικό ρεαλισμό του Γκόρκι και του Οστρόφσκι. (Λίγα χρόνια αργότερα ο συγγραφέας θα χρηματίσει πρεσβευτής της χώρας του στη Μόσχα.) Βέβαια σήμερα, ογδόντα σχεδόν χρόνια μετά τη δημοσίευσή του, το έργο νομίζουμε ότι ενοχλεί ακόμη και όσους γαλουχήθηκαν στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια με τα έργα των μεγάλων αυτών σοβιετικών συγγραφέων…
Ο τίτλος του έργου στα κέτσουα παραπέμπει στα πρόχειρα αχυρένια καταλύματα των ινδιάνων της ανατολικής πλευράς των Άνδεων, όπου οι λευκοί κατακτητές της χώρας είχαν απωθήσει το γηγενή πληθυσμό της . Και το θέμα του είναι φυσικά η άγρια εκμετάλλευση του πληθυσμού αυτού από τους λευκούς κατοίκους του Ισημερινού και τους «γκρίνγκο», μια απελπισμένη εξέγερσή του και η τελική εξολόθρευσή του… Ο συγγραφέας, προφανώς βαθύς γνώστης της ζωής των ινδιάνων της χώρας του, περιγράφει με ωμό ρεαλισμό τη ζωή και τις σχέσεις τους με τους λευκούς κατοίκους της , το ρόλο της χριστιανικής θρησκείας, που υπήρξε το πιο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των δυναστών τους, καθώς και τα ειδεχθή εγκλήματα εις βάρος τους των αμερικανικών εταιριών εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου της χώρας. Οι αναφορές του όμως δεν περιορίζονται στο φολκλορικό στοιχείο του θέματος, ούτε στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, αλλά αποβλέπουν στο να προκαλέσουν τον οίκτο του αναγνώστη για τους «καλούς» Ινδιάνους καθώς και την οργή και την αγανάκτησή του εναντίον των «κακών» -συλλήβδην- λευκών. Ένας ινδιάνος που ξεθάβει μια βαθιά στη γη θαμμένη ψόφια αγελάδα για να κορέσει την άγρια πείνα της οικογένειάς του με ένα κομμάτι σαπισμένο και σκουληκιασμένο κρέας και ένα «ουάουα» (νήπιο) που γλείφει τα ίδια τα περιττώματά του για να χορτάσει, ή ακόμη ένας ιερέας που εμπορεύεται ασύστολα μια καλή θέση στον παράδεισο για ένα νεκρό, τέτοιου είδους συναισθήματα μπορούν να προκαλέσουν.
Το έργο μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά το 1962 και οι κριτικοί της εποχής το συνέκριναν με τα «Σταφύλια της Οργής» του Τζον Στάιμπεκ (1939), ατυχώς νομίζουμε, καθώς το μόνο κοινό στοιχείο που συνδέει τα δυο μυθιστορήματα είναι ο ωμός ρεαλισμός τους…
Ο τίτλος του έργου στα κέτσουα παραπέμπει στα πρόχειρα αχυρένια καταλύματα των ινδιάνων της ανατολικής πλευράς των Άνδεων, όπου οι λευκοί κατακτητές της χώρας είχαν απωθήσει το γηγενή πληθυσμό της . Και το θέμα του είναι φυσικά η άγρια εκμετάλλευση του πληθυσμού αυτού από τους λευκούς κατοίκους του Ισημερινού και τους «γκρίνγκο», μια απελπισμένη εξέγερσή του και η τελική εξολόθρευσή του… Ο συγγραφέας, προφανώς βαθύς γνώστης της ζωής των ινδιάνων της χώρας του, περιγράφει με ωμό ρεαλισμό τη ζωή και τις σχέσεις τους με τους λευκούς κατοίκους της , το ρόλο της χριστιανικής θρησκείας, που υπήρξε το πιο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των δυναστών τους, καθώς και τα ειδεχθή εγκλήματα εις βάρος τους των αμερικανικών εταιριών εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου της χώρας. Οι αναφορές του όμως δεν περιορίζονται στο φολκλορικό στοιχείο του θέματος, ούτε στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, αλλά αποβλέπουν στο να προκαλέσουν τον οίκτο του αναγνώστη για τους «καλούς» Ινδιάνους καθώς και την οργή και την αγανάκτησή του εναντίον των «κακών» -συλλήβδην- λευκών. Ένας ινδιάνος που ξεθάβει μια βαθιά στη γη θαμμένη ψόφια αγελάδα για να κορέσει την άγρια πείνα της οικογένειάς του με ένα κομμάτι σαπισμένο και σκουληκιασμένο κρέας και ένα «ουάουα» (νήπιο) που γλείφει τα ίδια τα περιττώματά του για να χορτάσει, ή ακόμη ένας ιερέας που εμπορεύεται ασύστολα μια καλή θέση στον παράδεισο για ένα νεκρό, τέτοιου είδους συναισθήματα μπορούν να προκαλέσουν.
Το έργο μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά το 1962 και οι κριτικοί της εποχής το συνέκριναν με τα «Σταφύλια της Οργής» του Τζον Στάιμπεκ (1939), ατυχώς νομίζουμε, καθώς το μόνο κοινό στοιχείο που συνδέει τα δυο μυθιστορήματα είναι ο ωμός ρεαλισμός τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου