Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ταραγμένοι Καιροί

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΒΟΣΝΙΑ
ΙVO ANDRIC
ΤΑΡΑΓΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ (διηγήματα)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΒΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2002 σελ. 312

Ο Σερβοβόσνιος συγγραφέας Ivo Andric (1892-1975), γεννημένος κοντά στο Travnic της Βοσνίας (βραβείο Νόμπελ το 1961), θεωρείται από πολλούς ο πιο σημαντικός πεζογράφος των Βαλκανίων. Στον προσωπικό μας ιστότοπο έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν με το αριστούργημά του «Το Γεφύρι του Δρίνου», καθώς και με τη νουβέλα του «Η Δεσποινίδα».

Τα διηγήματα της συλλογής «Ταραγμένοι Καιροί», πρωτοδημοσιευμένα μέσα στην τριακονταετία 1924-1953, αναπλάθουν τα όντως ταραγμένα χρόνια αυτής της πολύπαθης πολυπολιτισμικής περιοχής- η οποία μέσα σε μια γενιά πέρασε από τη σουλτανική κατοχή στην αυστριακή και τέλος στη σερβική- με μια μοναδική δύναμη και ενάργεια και αποτελούν τις πρώτες απόπειρές του συγγραφέα να ασχοληθεί με θέματα και χαρακτήρες, που θα τον απασχολήσουν αργότερα στα μυθιστορήματά του.
Σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, κάθε είδους φανατικοί της ανεξάρτητης πια Βοσνίας ασελγούν καθημερινά πάνω στην προτομή του, τη στημένη στο εμβληματικό γεφύρι του Δρίνου…
Η συλλογή περιλαμβάνει δεκατέσσερα διηγήματα (δυστυχώς δεν αναφέρεται ο χρόνος και το έντυπο, όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το καθένα), στα οποία ξεδιπλώνεται η πολυεθνική και πολυθρησκευτική κοινωνία της Βοσνίας με αξιοπρόσεκτο κριτικό πνεύμα, αλλά και με μια πασίδηλη συμπάθεια του συγγραφέα προς όλους τους ήρωές του.
Στο διήγημα «Ταραγμένοι καιροί», απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής, παρακολουθούμε το βίο και την πολιτεία ενός ανάπηρου τοκογλύφου, του Κάσντα –Γέβρεμ. Την καπατσοσύνη του, τη σκληρότητά του, καθώς επιβάλλει το επάγγελμά του, αλλά, από κάποια στιγμή, και το ασίγαστο πάθος του για μια δεκαπεντάχρονη αδέσποτη γυφτοπούλα που τον υπηρετεί… Στην «Εξομολόγηση» το θάνατο του χαϊντούκου (κλέφτη) Ρόσια, ο οποίος, κυνηγημένος από τους Τούρκους και καθώς αισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει, εξομολογείται στο μοναχό φρα-Μάρκο, ένα τρομαχτικό αμάρτημα, τόσο τρομαχτικό, που μένει αδιευκρίνιστο… Στο «Ρακοκάζανο» ο Andric μας ξετυλίγει ανάγλυφη τη δύναμη του κακού, εκείνου που συχνά διαπράττεται χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Στο «Γεφύρι της Ζιέπα», προανάκρουσμα του «Γεφυριού του Δρίνου», το βάρος πέφτει στον ευεργέτη ιδρυτή του γεφυριού και εξωμότη βεζίρη Γιουζούφ και στα διλήμματά του. Στο «Όνειρο κάτω από τη Βελανιδιά» συμπάσχουμε με τον αθώο και κακόμοιρο χωριάτη Βίτομιρ, που μόνο στο όνειρό του κατορθώνει να δει στον ήλιο μοίρα… Στην «Κουβεντούλα» ο χωριάτης Άβντιτς που έχει στην τσέπη του μόνο δυο ακτσέδες (υποδιαίρεση του τουρκικού παρά), προβληματίζεται που δεν μπορεί ν’ αγοράσει μ’ αυτούς μισή οκά αλάτι κι ένα αλειμματοκέρι που τόσο τα χρειάζεται. Και καταλήγει: «Ή ο θεός δε μοίρασε σωστά το χρήμα στον κόσμο ή δε μοίρασε σωστά τα κεριά και το αλάτι και όλα τα’ άλλα χρειαζούμενα!». Στα «Βουνά του Ρζαβ» παρακολουθούμε τις σαρωτικές αλλαγές που γνώρισαν τα χωριά της περιοχής κατά την προσάρτηση της Βοσνίας στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, μετά το συνέδριο το Βερολίνου. "Ώσπου κατέφτασαν οι δικοί μας (οι Σέρβοι) και ξαναβρήκαν τα βουνά την πρότερή τους γαλήνη και μακαριότητα". Και στους «Μπέηδες του Ρούντο» παρόμοιο το θέμα. Αλλά από την πλευρά των μουσουλμάνων. Ζούμε τον προβληματισμό των μπέηδων ενός ορεινού χωριού μπροστά στην επικείμενη επέλαση του αυστριακού στρατού. Είναι τάχα προτιμότερο να αντισταθούν και να πεθάνουν για τη μόνη αληθινή πίστη ή ν’ αφήσουν το στρατό να περάσει, καθώς «η αυτοκρατορία του σουλτάνου είναι απέραντη και θα τον σταματήσουν κάπου αλλού»; Από «Τα Τρία Παιδιά» πάλι παίρνουμε μια γεύση της πολυθρησκευτικής και πολυεθνικής κοινωνίας του Σεράγεβου τη μέρα της επίσκεψης στην πόλη ενός ζευγαριού υψηλών προσώπων από τη Βιέννη. Στο «Κιλίμι» η «μπάμπα Κάτα» αναπολεί ένα περιστατικό από τα παιδικά της χρόνια που είχε ξεχάσει: μετά την είσοδο του αυστριακού αυτοκρατορικού στρατού στην πόλη ένας μεθυσμένος στρατιώτης τους πρόσφερε ένα πανέμορφο χαλί, λάφυρο από τουρκικό σπίτι ή τζαμί για λίγο ρακί. Οι γονείς της αρπάζουν την ευκαιρία. Η ανάπηρη γιαγιά της όμως σηκώνεται μέσα στη νύχτα και απαιτεί από το ζευγάρι να το πετάξουν! Στις διαμαρτυρίες του γιου της «πόλεμο έχουμε μάνα!» η απάντησή της σπάει κόκαλα: «Τι πόλεμο μπρε…Ακόμη δεν πρόλαβε να μπει ο αυστριακός στρατός και συ βιάστηκες ν’ απαρνηθείς εκείνο το χράμι που πάνω του γεννήθηκες και που ο πατέρας σου αγόρασε με την τίμια δουλειά του!..» Και με την «Απεργία στο Υφαντήριο» ο Άντριτς μας διηγείται την εξέλιξη που πήρε η πρώτη απεργία από καμιά ογδονταριά υφάντριες στο Δημόσιο Υφαντήριο του Σαράγεβου. Οι υφάντριες κλείνονται όλες στη φυλακή , αλλά αναστατώνουν την πόλη με το τραγούδι τους, που κάθε άλλο παρά επαναστατικό είναι, καθώς μιλάει γι μια τρυφερή ερωτική σκηνή… Με την «Πρόβα» ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει την ευπρέπεια και το ιδιότυπο πρωτόκολλο που τηρούνταν απαρέγκλιτα στις πάσης φύσεως συναθροίσεις της εκκλησιαστικής αρχής: ο αβάς Γκργκο σκοπεύει να καλέσει σε επίσημο δείπνο καμιά δεκαπενταριά προύχοντες της πόλης. Τον προβληματίζει όμως το γεγονός ότι αναγκαστικά πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτό κι ο φίλος του φρα-Σέραφιν, αμετανόητος γλεντοκόπος και πολυλογάς, που μπορεί να τα κάνει θάλασσα. Αποφασίζει λοιπόν την παραμονή να οργανώσει μια… πρόβα του δείπνου με τη συμμετοχή του φίλου του… Η συνέχεια είναι συναρπαστική. Στην «Ιστορία του Κολίγου Σιμάν», ο ομώνυμος ήρωάς της αποφασίζει μετά την είσοδο των Αυστριακών στη Βοσνία να μη δώσει το καθιερωμένο «γήμορο» στον Τούρκο τσιφλικά Ίμπραγκα. Με το στενό του το μυαλό είναι βέβαιος πως δεν θα ισχύουν πια τα τουρκικά «ζακόνια»… Γελιέται οικτρά όμως. Θα συρθεί στην αυστριακή αστυνομική διοίκηση και θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το τσιφλίκι και να περιπέσει στην έσχατη ένδεια. Δεν το βάζει κάτω όμως . Οραματίζεται μια εποχή που οι καιροί θα τα φέρουν τα πάνω κάτω. Μόνο που ο ίδιος δυστυχώς έτυχε να ζει πολύ πιο πριν. Σαν τον κόκορα που είχε ο πατέρας του και λαλούσε κάθε πρωί μια ώρα πριν από όλα τα άλλα κοκόρια κι αναστάτωνε τους πάντες. Κι ο πατέρας του τον έσφαξε… Και τέλος το «Γράμμα από το 1920» (χρονιά ίδρυσης της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας) ο Βόσνιος νομπελίστας συνθέτει ένα αριστοτεχνικό δοκίμιο για το κρυφό μίσος που διαπερνάει όλους τους κατοίκους της Βοσνίας, με τα τέσσερα θρησκεύματα και τις διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες των κατοίκων της…Ένα μίσος που προοιωνίζεται θαρρείς την εβδομήντα χρόνια νεότερη σφαγή της Σρεμπρένιστα … Ένα χρονικό λοιπόν των ταραγμένων καιρών αυτής της πολύπαθης γιουγκοσλαβικής επαρχίας , της οποίας οι κάτοικοι είναι αδύνατο να αρθούν πάνω από τα «ζακόνια και τις γραφές» που αποτελούσαν και ίσως αποτελούν , σύμφωνα με τον ποιητή, τις κορφές της ανθρώπινης συμβίωσης και συνύπαρξης. Καθώς, οι άλλες «κορφές» που δοκιμάστηκαν, κατέρρευσαν πριν καν εδραιωθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: