MARIO VARGAS LLOSA
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΥΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1997
σελ. 400
Ο καμβάς της «Ιστορίας για τον Μάυτα» είναι απλός. Το 1958 ο συγγραφέας-αφηγητής που βρίσκεται στο Παρίσι, πληροφορείται από τα «ψιλά» της “Monde” ότι στη χώρα του, το Περού, ξεκίνησε και έληξε άδοξα μια προσπάθεια εξέγερσης των Ινδιάνων των Άνδεων, υποκινητής της οποίας υπήρξε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο: ο τροτσκιστής Αλεχάντρο Μάυτα. Το επεισόδιο γρήγορα ξεχάστηκε. Και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ο αφηγητής αποφασίζει να «περιγράψει» τα γεγονότα αυτής της εξέγερσης. Επισκέπτεται λοιπόν το Περού και ξεκινάει μια εργώδη προσπάθεια να συναντήσει όλους όσους είχαν κάποια σχέση μ’ αυτήν την εξέγερση και να καταγράψει τις απόψεις τους. Άδικος κόπος; Όχι ακριβώς. Γιατί παρόλο που αντιλαμβάνεται γρήγορα –το ίδιο και ο αναγνώστης- ότι «αλήθεια» δεν υπάρχει, κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του χρόνου που μεσολάβησε ανάμεσα στα «γεγονότα» και στις συνεντεύξεις, αλλά κυρίως γιατί κάθε μάρτυρας επιμένει στη δική του αλήθεια, καταλήγει στο τέλος να μην αφηγηθεί τα ακριβή γεγονότα του εγχειρήματος , αλλά να γράψει ένα μυθιστόρημα βασιζόμενος στις μαρτυρίες όσων τα έζησαν. Να παραποιήσει δηλαδή εσκεμμένα τα γεγονότα, γνωρίζοντάς τα όμως ο ίδιος όσο πληρέστερα γίνεται.
Έτσι ο Βάργκας Λιόσα, «παίζοντας» με το χρόνο, αρχίζει την αφήγησή του πηδώντας χωρίς προειδοποίηση από το τότε στο τώρα και τανάπαλιν. Παρακολουθούμε λοιπόν σ’ όλο της το μεγαλείο τη διάσπαση της αριστεράς στο Περού (μόνο;) την καχυποψία και τη διαρκή αντιπαλότητα που χώριζε τις φράξιες των σταλινικών, των μαοϊκών και των τροτσκιστών, οι οποίοι, σαν να μην έφταναν οι υπάρχουσες τάσεις διασπώνται σε παμπλιστές και «γνήσιους» τροτσκιστές, στους οποίους ανήκει και ο ήρωάς μας μαζί με άλλους έξι! Κι όταν ο Μάυτα πληροφορείται τυχαία τη σχεδιαζόμενη εξέγερση στα υψίπεδα των Άνδεων, παίρνει την απόφαση να προτείνει στο «κόμμα» του τη στήριξή της, η οποία όμως δε γίνεται δεκτή, με αποτέλεσμα να διαγραφεί και σαν άλλος δον Κιχώτης να ξεκινήσει σχεδόν ολομόναχος ένα τραγικό οδοιπορικό προς την καταστροφή…
Με την ευκαιρία όμως αυτής της εξιστόρησης, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στην τριτοκοσμική χώρα του με τις συνεχείς στρατιωτικές δικτατορίες, την ένδεια και την απομόνωση των ινδιάνων αγροτών που κάθε τόσο καταλαμβάνουν τα κτήματα που καλλιεργούν για να σφαγιασθούν σε λίγο από τους ιδιοκτήτες τους και τους στρατιώτες που τους συμπαραστέκονται, μας εισάγει στις άθλιες παραγκουπόλεις της Λίμας, όπου απελπισμένοι χωρικοί στοιβάζονται μες στο σκουπίδι και την κοπριά, ανάμεσα στα γουρούνια και τα αδέσποτα σκυλιά, αλλά και στο (κατ’ ευφημισμόν) σωφρονιστικό σύστημα της χώρας…
Επιμένει όμως κυρίως στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Μάυτα. Που πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως πιστός καθολικός, που επιχείρησε μάλιστα και μια απεργία πείνας, για να βρεθεί στη θέση των φτωχών, που βρέθηκε στη συνέχεια στη μαρξιστική αριστερά, στην οποία αφιέρωσε ό τι είχε και δεν είχε, για να καταλήξει στις φυλακές, από τις οποίες κάποτε αποφυλακίζεται, εξηντάρης πια, άδειος από κάθε πίστη και ελπίδα. Και ενώ οι «σύντροφοί» του επωφελήθηκαν τα μάλα από τι κλοπές των τραπεζών («κατασχέσεις» τις έλεγαν τότε, όχι «απαλλοτριώσεις» όπως οι δικοί μας) και μερικοί μάλιστα έφτασαν να γίνουν βουλευτές, ο ίδιος ένα κράμα ιδαλγού και αφελούς αγωνιστή θα παραμείνει στο κοινωνικό περιθώριο μην πιστεύοντας και μην ελπίζοντας τίποτε…
Η μετάφραση αξιόλογη και προσεγμένη. Η μεταφράστρια μάλιστα παραθέτει στην αρχή του έργου ένα χρήσιμο εισαγωγικό σημείωμα και στο τέλος του ένα βοηθητικότατο ευρετήριο ιστορικών και κοινωνικών όρων.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΥΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1997
σελ. 400
Ο καμβάς της «Ιστορίας για τον Μάυτα» είναι απλός. Το 1958 ο συγγραφέας-αφηγητής που βρίσκεται στο Παρίσι, πληροφορείται από τα «ψιλά» της “Monde” ότι στη χώρα του, το Περού, ξεκίνησε και έληξε άδοξα μια προσπάθεια εξέγερσης των Ινδιάνων των Άνδεων, υποκινητής της οποίας υπήρξε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο: ο τροτσκιστής Αλεχάντρο Μάυτα. Το επεισόδιο γρήγορα ξεχάστηκε. Και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ο αφηγητής αποφασίζει να «περιγράψει» τα γεγονότα αυτής της εξέγερσης. Επισκέπτεται λοιπόν το Περού και ξεκινάει μια εργώδη προσπάθεια να συναντήσει όλους όσους είχαν κάποια σχέση μ’ αυτήν την εξέγερση και να καταγράψει τις απόψεις τους. Άδικος κόπος; Όχι ακριβώς. Γιατί παρόλο που αντιλαμβάνεται γρήγορα –το ίδιο και ο αναγνώστης- ότι «αλήθεια» δεν υπάρχει, κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του χρόνου που μεσολάβησε ανάμεσα στα «γεγονότα» και στις συνεντεύξεις, αλλά κυρίως γιατί κάθε μάρτυρας επιμένει στη δική του αλήθεια, καταλήγει στο τέλος να μην αφηγηθεί τα ακριβή γεγονότα του εγχειρήματος , αλλά να γράψει ένα μυθιστόρημα βασιζόμενος στις μαρτυρίες όσων τα έζησαν. Να παραποιήσει δηλαδή εσκεμμένα τα γεγονότα, γνωρίζοντάς τα όμως ο ίδιος όσο πληρέστερα γίνεται.
Έτσι ο Βάργκας Λιόσα, «παίζοντας» με το χρόνο, αρχίζει την αφήγησή του πηδώντας χωρίς προειδοποίηση από το τότε στο τώρα και τανάπαλιν. Παρακολουθούμε λοιπόν σ’ όλο της το μεγαλείο τη διάσπαση της αριστεράς στο Περού (μόνο;) την καχυποψία και τη διαρκή αντιπαλότητα που χώριζε τις φράξιες των σταλινικών, των μαοϊκών και των τροτσκιστών, οι οποίοι, σαν να μην έφταναν οι υπάρχουσες τάσεις διασπώνται σε παμπλιστές και «γνήσιους» τροτσκιστές, στους οποίους ανήκει και ο ήρωάς μας μαζί με άλλους έξι! Κι όταν ο Μάυτα πληροφορείται τυχαία τη σχεδιαζόμενη εξέγερση στα υψίπεδα των Άνδεων, παίρνει την απόφαση να προτείνει στο «κόμμα» του τη στήριξή της, η οποία όμως δε γίνεται δεκτή, με αποτέλεσμα να διαγραφεί και σαν άλλος δον Κιχώτης να ξεκινήσει σχεδόν ολομόναχος ένα τραγικό οδοιπορικό προς την καταστροφή…
Με την ευκαιρία όμως αυτής της εξιστόρησης, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στην τριτοκοσμική χώρα του με τις συνεχείς στρατιωτικές δικτατορίες, την ένδεια και την απομόνωση των ινδιάνων αγροτών που κάθε τόσο καταλαμβάνουν τα κτήματα που καλλιεργούν για να σφαγιασθούν σε λίγο από τους ιδιοκτήτες τους και τους στρατιώτες που τους συμπαραστέκονται, μας εισάγει στις άθλιες παραγκουπόλεις της Λίμας, όπου απελπισμένοι χωρικοί στοιβάζονται μες στο σκουπίδι και την κοπριά, ανάμεσα στα γουρούνια και τα αδέσποτα σκυλιά, αλλά και στο (κατ’ ευφημισμόν) σωφρονιστικό σύστημα της χώρας…
Επιμένει όμως κυρίως στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Μάυτα. Που πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως πιστός καθολικός, που επιχείρησε μάλιστα και μια απεργία πείνας, για να βρεθεί στη θέση των φτωχών, που βρέθηκε στη συνέχεια στη μαρξιστική αριστερά, στην οποία αφιέρωσε ό τι είχε και δεν είχε, για να καταλήξει στις φυλακές, από τις οποίες κάποτε αποφυλακίζεται, εξηντάρης πια, άδειος από κάθε πίστη και ελπίδα. Και ενώ οι «σύντροφοί» του επωφελήθηκαν τα μάλα από τι κλοπές των τραπεζών («κατασχέσεις» τις έλεγαν τότε, όχι «απαλλοτριώσεις» όπως οι δικοί μας) και μερικοί μάλιστα έφτασαν να γίνουν βουλευτές, ο ίδιος ένα κράμα ιδαλγού και αφελούς αγωνιστή θα παραμείνει στο κοινωνικό περιθώριο μην πιστεύοντας και μην ελπίζοντας τίποτε…
Η μετάφραση αξιόλογη και προσεγμένη. Η μεταφράστρια μάλιστα παραθέτει στην αρχή του έργου ένα χρήσιμο εισαγωγικό σημείωμα και στο τέλος του ένα βοηθητικότατο ευρετήριο ιστορικών και κοινωνικών όρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου