ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ (1945)
σελ. 494
Ο Σερβοβόσνιος συγγραφέας Ivo Andric γεννήθηκε το 1892 κοντά στο Travnik της Βοσνίας. Μετά το θάνατο του πατέρα του (1894) η μητέρα του τον στέλνει στο Wisegrad , όπου τον υιοθετεί μια θεία του. Εκεί θα περάσει τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια. Ως έφηβος από το γυμνάσιο του Σεράγεβο, όπου φοιτούσε, θα πάρει μέρος στην αντίσταση των Σέρβων εναντίον των Αυστριακών που κυβερνούσαν τότε τη Βοσνία. Αγωνίζεται για την ένωση Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και την πραγμάτωση του γιουγκοσλαβικού ιδεώδους. Στη συνέχεια θα φοιτήσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Zagreb και θα περάσει στο Βελιγράδι, όπου καταλαμβάνει υψηλές θέσεις στο διπλωματικό σώμα της νέας χώρας και γίνεται μέλος της Βασιλικής Σερβικής Ακαδημίας. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θα αποσυρθεί στο Βελιγράδι, όπου θα συνθέσει τα σημαντικότερα από τα έργα του (Το γεφύρι του Δρίνου, Το Χρονικό του Τράβνικ, Η Δεσποινίδα), τα οποία θα δημοσιεύσει μόνο μετά από την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας (1945). Το 1961 θα βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (ο πρώτος βαλκάνιος συγγραφέας που θα κερδίσει αυτή την υψηλή διάκριση). Ο θάνατος θα τον βρει στο Βελιγράδι το Μάρτιο του 1975.
«Το Γεφύρι του Δρίνου» είναι το πιο σημαντικό μυθιστόρημά του που θα γνωρίσει σύντομα παγκόσμια απήχηση. Πρόκειται στην ουσία για ένα χρονικό τεσσάρων αιώνων που παρακολουθεί τη ζωή του γνωστού γεφυριού του Δρίνου στο Wisegrad της Βοσνίας από την κατασκευή του (έβδομη δεκαετία 16ου αιώνα) ως την υπονόμευσή του από τους Αυστριακούς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και βέβαια από τις σελίδες χρονικού αυτού παρελαύνουν ένα πλήθος από χαρακτήρες Μουσουλμάνων, Σέρβων και Εβραίων που ταυτίζονται με τη ζωή της γραφικής αυτής πόλης.
Ξεκινάει με μια συνταρακτική σκηνή παιδομαζώματος στις αρχές του 16ου αιώνα. Ένα δεκάχρονο αγόρι από το χωριό Σόκολι (στα περίχωρα του Βίσεγκραντ) θα περάσει,αιχμάλωτο των Τούρκων, από την περαταριά του Δρίνου στο σημείο όπου αργότερα θα στηθεί το γεφύρι. Το αγόρι αυτό θα ανέβει αργότερα στα πιο ψηλά αξιώματα της Οθωμανικής Πύλης ως Μεχμέτ πασάς Σόκολι και λίγο πριν από το θάνατό του θα δώσει εντολή να κατασκευαστεί αυτό το αριστούργημα της γεφυροποιίας στη γενέθλια γη του. Θα παρακολουθήσουμε την καταναγκαστική εργασία των κατοίκων της περιοχής, την αντίστασή τους, καθώς είναι πεπεισμένοι ότι το έργο μόνο κακό θα τους φέρει, την παραδειγματική ανασκολόπιση του Σέρβου μάρτυρα Ράντισαβ, που τη νύχτα κατέστρεφε τις εργασίες της ημέρας, την ολοκλήρωση του γεφυριού μετά από χρόνια σκληρής εργασίας και την ένταξή του στη ζωή της μικρής πολιτείας. Δεν προλαβαίνουν όμως οι κάτοικοι να απολαύσουν τα αγαθά της ειρηνικής ζωής και νέα δεινά τους βρίσκουν: ξεσπάει η επανάσταση των Σέρβων και «το κανόνι του Καργιώργη» αντηχεί ως την πόλη τους, που απέχει ελάχιστα, από τα μεταγενέστερα σύνορα της Σερβίας. Ελπίδα για τους Σέρβους, ταραχή για τους Μουσουλμάνους και ανησυχία για τους Εβραίους κατοίκους της πόλης. Θα ζήσουμε τη παράδοση της Βοσνίας από τους Τούρκους στους Αυστριακούς μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878) και το θρήνο των μουσουλμάνων καθώς συνειδητοποιούν ότι απομονώνονται ανάμεσα στους γκιαούρηδες. Νέα αντίσταση. Και νέα κεφάλια Σέρβων σε πασσάλους πάνω στο γεφύρι. Σύντομα όμως η ζωή βρίσκει το δρόμο της. Έρχεται το πρώτο τρένο από το Σεράγεβο, η πόλη ηλεκτροφωτίζεται, ο πολιτισμός της Μεσευρώπης κάνει την εμφάνισή του και στο Wisegrad. Βρισκόμαστε όμως στις παραμονές του Πρώτου Μεγάλου πολέμου. Οι κάτοικοι της πόλης που μέχρι τότε ζούσαν αρμονικά παρά τις θρησκευτικές διαφορές τους , τώρα αρχίζουν να υποβλέπουν ο ένας τον άλλον…
Ένα πλήθος από γραφικούς και δυναμικούς χαρακτήρες περνάει από μπροστά μας. Ο μουσουλμάνος Αλή Χότζας που προσπαθεί να κατανοήσει τις αλλαγές των καιρών, χωρίς άγονους εθνικισμούς, η όμορφη θυγατέρα τού Άβνταγκα Φάτα που θα ριχτεί στα νερά του Δρίνου από το γεφύρι την ώρα που η γαμήλια πομπή της περνά από το γεφύρι, καθώς δεν θά ΄θελε να κακοκαρδίσει τον πατέρα της που την «πούλησε» για να πατσίσει ένα χρέος του, η δυναμική Εβραία Λότικα που διευθύνει με στιβαρό χέρι το Hotel zur Brucke, και πέφτει κι αυτή θύμα στις απαιτήσεις των νέων καιρών και πολλοί άλλοι. Το κεντρικό σημείο του γεφυριού, η «Πύλη» θα γίνει σημείο αναφοράς κάθε νέου και σημαντικού γεγονότος που θα συμβεί στην πόλη. Εκεί θα παρακολουθήσουμε ομηρικές διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς του δόγματος της εθνικής ολοκλήρωσης , που τότε κάνει την εμφάνισή του και του νέου σοσιαλιστικού ιδεώδους που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Κι όλα αυτά κάτω από το βλέμμα της κτητορικής επιγραφής που είναι χαραγμένη σε λευκό μάρμαρο στην «Πύλη»:
«Για δέστε! Ο Μεχμέτ πασάς, ο μεγαλύτερος απ’ τους μεγάλους του καιρού του
Κράτησε το λόγο του, το τάμα της καρδιάς του και με την έγνοια και το μόχθο
Έστησε γεφύρι στου Δρίνου το ποτάμι…»
Το έργο παρά το πέρασμα του χρόνου παραμένει ένα διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα . Η μετάφραση, του Χρήστου Γκούβη, υποδειγματική.
σελ. 494
Ο Σερβοβόσνιος συγγραφέας Ivo Andric γεννήθηκε το 1892 κοντά στο Travnik της Βοσνίας. Μετά το θάνατο του πατέρα του (1894) η μητέρα του τον στέλνει στο Wisegrad , όπου τον υιοθετεί μια θεία του. Εκεί θα περάσει τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια. Ως έφηβος από το γυμνάσιο του Σεράγεβο, όπου φοιτούσε, θα πάρει μέρος στην αντίσταση των Σέρβων εναντίον των Αυστριακών που κυβερνούσαν τότε τη Βοσνία. Αγωνίζεται για την ένωση Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και την πραγμάτωση του γιουγκοσλαβικού ιδεώδους. Στη συνέχεια θα φοιτήσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Zagreb και θα περάσει στο Βελιγράδι, όπου καταλαμβάνει υψηλές θέσεις στο διπλωματικό σώμα της νέας χώρας και γίνεται μέλος της Βασιλικής Σερβικής Ακαδημίας. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θα αποσυρθεί στο Βελιγράδι, όπου θα συνθέσει τα σημαντικότερα από τα έργα του (Το γεφύρι του Δρίνου, Το Χρονικό του Τράβνικ, Η Δεσποινίδα), τα οποία θα δημοσιεύσει μόνο μετά από την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας (1945). Το 1961 θα βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (ο πρώτος βαλκάνιος συγγραφέας που θα κερδίσει αυτή την υψηλή διάκριση). Ο θάνατος θα τον βρει στο Βελιγράδι το Μάρτιο του 1975.
«Το Γεφύρι του Δρίνου» είναι το πιο σημαντικό μυθιστόρημά του που θα γνωρίσει σύντομα παγκόσμια απήχηση. Πρόκειται στην ουσία για ένα χρονικό τεσσάρων αιώνων που παρακολουθεί τη ζωή του γνωστού γεφυριού του Δρίνου στο Wisegrad της Βοσνίας από την κατασκευή του (έβδομη δεκαετία 16ου αιώνα) ως την υπονόμευσή του από τους Αυστριακούς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και βέβαια από τις σελίδες χρονικού αυτού παρελαύνουν ένα πλήθος από χαρακτήρες Μουσουλμάνων, Σέρβων και Εβραίων που ταυτίζονται με τη ζωή της γραφικής αυτής πόλης.
Ξεκινάει με μια συνταρακτική σκηνή παιδομαζώματος στις αρχές του 16ου αιώνα. Ένα δεκάχρονο αγόρι από το χωριό Σόκολι (στα περίχωρα του Βίσεγκραντ) θα περάσει,αιχμάλωτο των Τούρκων, από την περαταριά του Δρίνου στο σημείο όπου αργότερα θα στηθεί το γεφύρι. Το αγόρι αυτό θα ανέβει αργότερα στα πιο ψηλά αξιώματα της Οθωμανικής Πύλης ως Μεχμέτ πασάς Σόκολι και λίγο πριν από το θάνατό του θα δώσει εντολή να κατασκευαστεί αυτό το αριστούργημα της γεφυροποιίας στη γενέθλια γη του. Θα παρακολουθήσουμε την καταναγκαστική εργασία των κατοίκων της περιοχής, την αντίστασή τους, καθώς είναι πεπεισμένοι ότι το έργο μόνο κακό θα τους φέρει, την παραδειγματική ανασκολόπιση του Σέρβου μάρτυρα Ράντισαβ, που τη νύχτα κατέστρεφε τις εργασίες της ημέρας, την ολοκλήρωση του γεφυριού μετά από χρόνια σκληρής εργασίας και την ένταξή του στη ζωή της μικρής πολιτείας. Δεν προλαβαίνουν όμως οι κάτοικοι να απολαύσουν τα αγαθά της ειρηνικής ζωής και νέα δεινά τους βρίσκουν: ξεσπάει η επανάσταση των Σέρβων και «το κανόνι του Καργιώργη» αντηχεί ως την πόλη τους, που απέχει ελάχιστα, από τα μεταγενέστερα σύνορα της Σερβίας. Ελπίδα για τους Σέρβους, ταραχή για τους Μουσουλμάνους και ανησυχία για τους Εβραίους κατοίκους της πόλης. Θα ζήσουμε τη παράδοση της Βοσνίας από τους Τούρκους στους Αυστριακούς μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878) και το θρήνο των μουσουλμάνων καθώς συνειδητοποιούν ότι απομονώνονται ανάμεσα στους γκιαούρηδες. Νέα αντίσταση. Και νέα κεφάλια Σέρβων σε πασσάλους πάνω στο γεφύρι. Σύντομα όμως η ζωή βρίσκει το δρόμο της. Έρχεται το πρώτο τρένο από το Σεράγεβο, η πόλη ηλεκτροφωτίζεται, ο πολιτισμός της Μεσευρώπης κάνει την εμφάνισή του και στο Wisegrad. Βρισκόμαστε όμως στις παραμονές του Πρώτου Μεγάλου πολέμου. Οι κάτοικοι της πόλης που μέχρι τότε ζούσαν αρμονικά παρά τις θρησκευτικές διαφορές τους , τώρα αρχίζουν να υποβλέπουν ο ένας τον άλλον…
Ένα πλήθος από γραφικούς και δυναμικούς χαρακτήρες περνάει από μπροστά μας. Ο μουσουλμάνος Αλή Χότζας που προσπαθεί να κατανοήσει τις αλλαγές των καιρών, χωρίς άγονους εθνικισμούς, η όμορφη θυγατέρα τού Άβνταγκα Φάτα που θα ριχτεί στα νερά του Δρίνου από το γεφύρι την ώρα που η γαμήλια πομπή της περνά από το γεφύρι, καθώς δεν θά ΄θελε να κακοκαρδίσει τον πατέρα της που την «πούλησε» για να πατσίσει ένα χρέος του, η δυναμική Εβραία Λότικα που διευθύνει με στιβαρό χέρι το Hotel zur Brucke, και πέφτει κι αυτή θύμα στις απαιτήσεις των νέων καιρών και πολλοί άλλοι. Το κεντρικό σημείο του γεφυριού, η «Πύλη» θα γίνει σημείο αναφοράς κάθε νέου και σημαντικού γεγονότος που θα συμβεί στην πόλη. Εκεί θα παρακολουθήσουμε ομηρικές διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς του δόγματος της εθνικής ολοκλήρωσης , που τότε κάνει την εμφάνισή του και του νέου σοσιαλιστικού ιδεώδους που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Κι όλα αυτά κάτω από το βλέμμα της κτητορικής επιγραφής που είναι χαραγμένη σε λευκό μάρμαρο στην «Πύλη»:
«Για δέστε! Ο Μεχμέτ πασάς, ο μεγαλύτερος απ’ τους μεγάλους του καιρού του
Κράτησε το λόγο του, το τάμα της καρδιάς του και με την έγνοια και το μόχθο
Έστησε γεφύρι στου Δρίνου το ποτάμι…»
Το έργο παρά το πέρασμα του χρόνου παραμένει ένα διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα . Η μετάφραση, του Χρήστου Γκούβη, υποδειγματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου