Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Kukumi



ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΚΟΣΟΒΟ

ISA QOSJA

KUKUMI /2005
107 λ.


Μια έκπληξη πρώτου μεγέθους στο 46o φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ο «Κουκούμι» υπήρξε μια αποκάλυψη, καθώς σημαδεύει –πιστεύουμε- ανεξίτηλα την πολιτιστική πορεία μιας χώρας που αγωνίζεται για την πολιτική και την πολιτιστική της ταυτότητα. Και απέδειξε ότι συχνά η τέχνη –κυρίως ο κινηματογράφος- μπορεί και να προδιαγράφει την ιστορία. Η ταινία προβλήθηκε στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια», που συνεχίζει και με τη νέα διοίκηση του φεστιβάλ να εντυπωσιάζει. Για να απολαύσουμε όμως την ποιητική και συχνά αλληγορική γλώσσα της ταινίας, είναι απαραίτητος κάποιος σχολιασμός:
Μετά τη συμφωνία του Κουμάνοβο (Ιούνιος 1999), με την οποία συμφωνήθηκε εκεχειρία μεταξύ ΝΑΤΟ και Γιουγκοσλαβίας ο σερβικός στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Κόσοβο. Η χώρα αυτή όμως ήταν σερβική επαρχία, κι ας μην ξεχνούμε, υπήρξε το λίκνο του σερβικού πολιτισμού και της ορθόδοξης χριστιανοσύνης από τον ΙΓ’ αιώνα. Οι καιροί όμως αλλάζουν. Στους αιώνες όμως που μεσολάβησαν, μια σειρά από γεγονότα στην, οθωμανική πια, επαρχία του Κοσόβου μετέβαλαν αργά αλλά κρίσιμα τη θρησκευτική, και συνακόλουθα εθνική, σύνθεση του πληθυσμού. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, οι υποχρεωτικοί εξισλαμισμοί, οι εποικισμοί, και η γενικότερη προσηλυτιστική πολιτική της Υψηλής Πύλης στην περιοχή αυτή έφερε τους κατοίκους πιο κοντά στο αλβανικό στοιχείο, τόσο ώστε οι Σέρβοι –κυρίαρχοι μετά την ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας το 1919- να αποτελούν σήμερα μια μειοψηφία. Έτσι μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το Κόσοβο έγινε το μήλο της έριδας ανάμεσα σ’ έναν ανερχόμενο παναλβανισμό – που υποστηρίζεται ανοιχτά από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ - και σε μια απελπισμένη προσπάθεια της Σερβίας που διαθέτει μόνο πολιτιστικές περγαμηνές και τη δύναμη της παράδοσης. Ο σκηνοθέτης, γεννημένος στο Μαυροβούνιο το 1947 και με σπουδές στην κινηματογραφική ακαδημία του Βελιγραδίου, πολίτης όμως του Κοσόβου, καταγγέλλει χωρίς κραυγές, υστερίες και δογματικές προκαταλήψεις τα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα του. Και καταγγέλλει κυρίως την άκριτη -κυρίαρχη σήμερα- αντίληψη στη χώρα του, για ανεξαρτησία:
Με τη συμφωνία του Κουμάνοβου λοιπόν, μαζί με το σερβικό στρατό που αποχωρούσε, εγκαταλείπουν έντρομοι τη θέση τους και όλοι οι ένστολοι Σέρβοι φύλακες ενός φρενοκομείου, ακολουθούμενοι από το ιατρικό προσωπικό. Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αποδράσουν και οι νοσηλευόμενοι. Μια συναρπαστική ιδέα για το στήσιμο του σεναρίου της ταινίας. Σε μια θεόγυμνη και ξερή αυλή, σε κάποια θλιβερά παγκάκια και κυρίως γύρω από ένα κατάξερο δέντρο στο κέντρο της, στην αρχή διστάζουν. Δεν πιστεύουν σε τόση ελευθερία. Στους δρόμους γίνεται χαμός. Στίφη αλβανόφωνων με αλβανικές και αμερικανικές σημαίες πανηγυρίζουν. Και οι «ψυχασθενείς», ξυπόλυτοι και ρακένδυτοι οι περισσότεροι, εγκαταλείπουν το άσυλο , για να ζήσουν τη ζωή που ονειρεύονταν τόσα χρόνια ανάμεσα στα κάγκελα. Όνειρα μετρημένα, ανθρώπινα. Ο «αλαφροϊσκιωτος Χάσαν ονειρεύεται να παντρευτεί την καταθλιπτική Μάρα και να κάνει δυο παιδιά, κι ο επιδειξίας Κουκούμι, που διεκδικεί κι αυτός τη Μάρα, να τρυπήσει τα σύννεφα για να δει τι υπάρχει πίσω τους ! Αρχίζει λοιπόν ένα αδιέξοδο οδοιπορικό των τριών αυτών χαρακτήρων στην καθημαγμένη χώρα. Σύντομα όμως οι οδοιπόροι μας θα προσγειωθούν. Ο Χάσαν θα φτάσει στο χωριό του, όπου θα αντιμετωπίσει όχι μόνο την επιφύλαξη, αλλά και την εχθρότητα των δικών του. («Τι θα πουν στο χωριό, που θα ζει μαζί μας ένας τρελός», «γιατί δε γυρίζει εκεί απ’ όπου ήρθε» κλπ). Ο ενταγμένος μάλιστα στην κοινωνία των «φυσιολογικών ανθρώπων» αδελφός του θα φερθεί με τον πιο βάναυσο τρόπο στη Μάρα. Κι σύντροφός του , ο Κουκούμι θα ‘ρθει σύντομα αντιμέτωπος μ’ ένα θωρακισμένο όχημα της KFOR, ο πυροβολητής του οποίου, τη στιγμή που ο Κουκούμι βγάζει από τον κόρφο του μια μακριά φλογέρα, για να εκφραστεί με το μοναδικό τρόπο που γνώριζε , θα πατήσει τη σκανδάλη του πυροβόλου. Κι ο Κουκούμι, θα καταφέρει επιτέλους , ανάσκελα καθώς βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, με μια πορφυρή ομπρέλα να πλαταγίζει δίπλα του , να δει επιτέλους τι υπάρχει πέρα από τα σύννεφα! Πρόκειται για μια μνημειώδη τρυφερή και συνάμα σκληρή σκηνή, με την οποία ο σκηνοθέτης ρίχνει την αυλαία του δράματος.
Η κινηματογραφική γλώσσα του σκηνοθέτη κινείται ανάμεσα στην κοινωνική κριτική και τη σάτιρα, χωρίς να αγνοεί και τις υπερρεαλιστικές πινελιές, αναμνήσεις σίγουρα του μεγάλου Emir Kusturica. Η κάμερα αποφεύγοντας τα κοντινά πλάνα απαθανατίζει κυρίως σκηνές πλήθους και ένα κατάξερο γυμνό τοπίο, πληγωμένο βάναυσα από τον πρόσφατο πόλεμο. Η ταινία αποκλείεται βέβαια να προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες, για λόγους που λίγο-πολύ κατανοούμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια: