ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΟΥΡΚΙΑ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΟΥΡΚΙΑ
UYGAR ASAN
KABUK (ΚΑΒΟΥΚΙ)
2007 /100λ.
KABUK (ΚΑΒΟΥΚΙ)
2007 /100λ.
Είναι πια πανθομολογούμενο ότι ο τουρκικός κινηματογράφος έχει προ πολλού περάσει το πειραματικό του στάδιο. Μια πλειάδα νέων σκηνοθετών της τρίτης γενιάς, μετά τις γενιές του Yilmaz Guney και του Nuri Bilge Ceylan, μας κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια με τις δημιουργίες τους που γνωρίζουν μια γενικότερη αναγνώριση.
Στα πλαίσια αυτής της γενιάς, κι ο Uygar Asan (γεννημένος το 1967) μας έδωσε φέτος μια άκρως ενδιαφέρουσα ταινία, μια ταινία όμως που ελάχιστα συμβαδίζει με την καλλιεργημένη χρόνια τώρα αισθητική που μας έχει επιβάλει, χρόνια τώρα, το Χόλιγουντ και η διεθνής κινηματογραφική αγορά. Και επιπλέον είναι και ταινία ψηφιακής επεξεργασίας!
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο σκηνοθέτης επέλεξε να ασχοληθεί με ένα θέμα ανάλυσης ενός ψυχοπαθολογικού χαρακτήρα: ένας εικοσιπεντάχρονος περίπου νέος, ο Μπουρχάν, ζει μόνος και εργάζεται στο Ταχυδρομείο, στην ταξινόμηση των επιστολών. Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνουμε ότι κάτι πάει στραβά στη συμπεριφορά του: η κάμερα επιμένει στη μηχανική επανάληψη των κινήσεών του μπροστά στις θυρίδες ταξινόμησης, κάποιες στιγμές τον βλέπουμε να κατοπτεύει ανήσυχος το χώρο γύρω του και, όταν βεβαιώνεται ότι δεν τον παρακολουθεί κανείς, να βάζει κάπου στην άκρη μια συγκεκριμένη επιστολή. Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στο διαμέρισμά του, όπου διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι η κύρια ασχολία του είναι να ταξινομεί τα … σκουπίδια που έχει αδειάσει από μια σακούλα του διπλανού σπιτιού- όπου κατοικεί μια γυναίκα που ποτέ δε βλέπουμε- και να καταγράφει συστηματικά την ημερήσια κατανάλωση των προϊόντων της σε ειδικά δελτία που στη συνέχεια καρφιτσώνει σε ένα Bulletin Board πάνω από το γραφείο του. Και μια τρίτη ασχολία του είναι να αυνανίζεται ακούγοντας με ένα ιατρικό στηθοσκόπιο μέσα από τον τοίχο, ένα ζευγάρι στο διπλανό διαμέρισμα να κάνει έρωτα…
Έχουμε ήδη έχουμε φτάσει στη μέση της ταινίας (διάρκειας εκατό λεπτών). Όπως ήταν φυσικό, το κοινό που είχε γεμίσει την αίθουσα της πρώτης-παγκόσμιας- προβολής της στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, άρχισε να αποχωρεί από την αίθουσα –διακριτικά ευτυχώς – ώσπου η αίθουσα έμεινε με τους μισούς περίπου θεατές! Και με τον νεαρό σκηνοθέτη καθισμένο στις πρώτες θέσεις να αγωνιά –φαντάζομαι- για το αποτέλεσμα της δουλειάς του. «Έπαιζε με τα νεύρα μας!» ήταν η πιο συνηθισμένη έκφραση που θα άκουγες αργότερα από τους αγανακτισμένους θεατές.
Όσοι όμως είχαν γερά νεύρα ή ήταν κάπως υποψιασμένοι, έμειναν στην αίθουσα, για να διαπιστώσουν ότι ο σκηνοθέτης αποφάσισε να καταπιαστεί με ένα κοινότατο αλλά δύσκολο θέμα: το σύγχρονο νευρωτικό άτομο της πόλης. Βέβαια εδώ οι νευρώσεις του ήρωα είναι τόσο πολλές και τόσο περίπλοκες που τον έχουν οδηγήσει σε μια επικίνδυνη ψύχωση: ένα άτομο που ζει, ονειρεύεται και ενεργεί μέσω τρίτων! Ταχτοποιεί και καθαρίζει τα πάντα γύρω του με μια σχολαστική επιμέλεια, κλείνει πίσω του τις πόρτες των δωματίων που μπαίνει , φοράει ελαστικά γάντια όταν πιάνει οτιδήποτε και πλένει τα χέρια του κάθε λίγο και λιγάκι. Και η τηλεόραση στο σαλόνι διαρκώς αναμμένη, από τη στιγμή που θα μπει στο διαμέρισμα, μέχρι να φύγει… Μια τηλεόραση στην οποία ποτέ του δε δίνει σημασία. (Μήπως κάτι απ’ αυτά σας θυμίζει κάποιον γνωστό σας;) Μια νεαρή κοπέλα του ρίχνεται στην κυριολεξία με τον πιο χυδαίο τρόπο κι αυτός το βάζει στα πόδια. Έχει επιλέξει άλλες μεθόδους αυτός για να πορεύεται και σ’ αυτό το θέμα (Κάπου διάβασα τελευταία ότι το 70% των συνανθρώπων μας επιλέγουν παρόμοιους τρόπους, αλλά βέβαια, κανείς δεν το ομολογεί σε κανέναν!).
Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι οι θεατές που αγανάκτησαν το έκαναν γιατί προς στιγμήν θεώρησαν ότι ο σκηνοθέτης τους φωτογράφιζε! Ας είναι.. Οι επιστολές που έβαζε στην άκρη ο ήρωάς μας ανήκαν τελικά σε μια άγνωστη κοπέλα που απευθυνόταν απεγνωσμένα σε κάποιον εραστή της του οποίου τα ίχνη είχε χάσει. Και βλέπουμε τον κακομοίρη τον Μπουρχάν να κρεμάει την ταχυδρομική σάκα στον ώμο του και να επιδίδεται σ’ ένα εναγώνιο κυνηγητό των δυο άγνωστών του χαρακτήρων , για να ζήσει κι αυτός, επιτέλους τον μεγάλο έρωτα… Και όπως είναι φυσικό, χωρίς φροντίδα από κανέναν, χωρίς ψυχολογική ή ιατρική παρακολούθηση, ο ήρωάς μας είναι καταδικασμένος να σέρνει, μέχρι να πεθάνει το ΚΑΒΟΥΚΙ του.
Η κάμερα του σκηνοθέτη κινείται αργά, ερευνητικά θαρρείς, σαρώνοντας τον γύρω από τον πρωταγωνιστή χώρο και επιμένοντας κάποτε σε λεπτομέρειες που για το θεατή όμως δε λένε τίποτε (κι αυτό ίσως συγκαταλέγεται στα μείον της ταινίας). Πώς να υποψιαστεί λ.χ. ο απληροφόρητος θεατής ότι την ώρα που πρωταγωνιστής αυνανίζεται και η κάμερα ζουμάρει σε μια στρατιωτική στολή κρεμασμένη στον τοίχο και σ’ ένα ημερολόγιο δίπλα της με μια συγκεκριμένη ημερομηνία , ο σκηνοθέτης σατιρίζει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε συμβεί στη χώρα του εκείνη τη μέρα;. Κι έπειτα είναι και τα αποτελέσματα της ψηφιακής επεξεργασίας του φιλμ, τα οποία για τον προσεχτικό παρατηρητή είναι μάλλον από ορατά: η χαμηλή ανάλυση της πρωτότυπης κάμερας κάνει τη μετασχηματισμένη εικόνα των 35mm αρκετά «δυσδιάκριτη». Περιττό να τονίσουμε ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας Sezgin Cengiz δίνει ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας με τη βοήθεια του σκηνοθέτη φαντάζομαι, ο οποίος πριν γυρίσει την ταινία θα είχε εξαντλήσει το σχετικό γνωστικό αντικείμενο προσεγγίζοντάς το από κάθε σκοπιά… Χαρά στο κουράγιο του. Φαντάζομαι ότι θα περιμένει να βρει αίθουσα προβολής για πολύ καιρό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου