ΧΙΛΗ
JOSE LUIS TORRES LEIVA
EL CIELO, LA TIERRA Y LA LLUVIA
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ, Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΒΡΟΧΗ
2008 /110λ
"Ο ουρανός, η γη και η βροχή» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του πολλά υποσχόμενου νέου Χιλιανού σκηνοθέτη José Luis Torres Leiva (γεννημένου το 1975). Γυρισμένη το 2008, έχει ήδη τιμηθεί με το βραβείο FIPRESCI και έχει αποσπάσει εγκωμιαστικές κριτικές από πολλούς κριτικούς του κινηματογράφου. Στο 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προβάλλεται στα πλαίσια του τμήματος των Ημερών Ανεξαρτησίας (Independence Days) με την ελπίδα και την ευχή μας να εξασφαλίσει αίθουσα προβολής στη χώρα μας για την τρέχουσα κινηματογραφική χρονιά..
Πρόκειται για μια εικαστική αναφορά στην αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου από τη μοναξιά και, στην περίπτωσή μας – κι αυτό είναι το κυρίαρχο εύρημα του σκηνοθέτη- από ό,τι η ζωή συνεπάγεται σ’ ένα κλειστό και απομονωμένο χωριό της Νότιας Χιλής με την οροσειρά των Άνδεων στα ανατολικά να καθιστά αδύνατη κάθε επαφή με την «Ενδοχώρα» και τον απέραντο Ειρηνικό στα δυτικά να αποτρέπει κάθε ιδέα απόδρασης. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό τοποθετούνται οι ζωές της Άννας, της Μάρθας, της Βερόνικας και του Τόρο, νέων ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με την απελπισία, τη μοναξιά και τέλος με την κατάθλιψη. Δεν έχουν τίποτε να κάνουν, τίποτε να δουν τίποτε να ελπίσουν. Μια θάλασσα με τα εκκωφαντικά «κουφά» κύματά της, μια μαύρη ακρογιαλιά σαν λάσπη, ένα μικρό φέρι που συνδέει το χωριό με το διπλανό, μια ατέλειωτη βροχή που δε σταματά και τα μουσκεμένα χωράφια με τα μήλα, που κανείς δεν τα χρειάζεται…
Ο σκηνοθέτης επιμένει στα μακρινά, υποφωτισμένα πλάνα του ουρανού, της στεριάς και της θάλασσας, στις άσκοπες και καθημερινές πορείες των πρωταγωνιστών του στους λασπωμένους δρόμους –κάτι που ενοχλεί ιδιαίτερα το μέσο θεατή, τον εθισμένο στη «δράση» της «Τόλμης και Γοητείας» (κάποιοι αντέδρασαν)- αλλά ο στόχος του είναι βέβαια άλλος: να παρακολουθήσει τη σταδιακή αποσάθρωση των συγκεκριμένων ανθρώπων, ως την έσχατη απελπισία. Μόνο σε κάποια σημεία, που οι χαρακτήρες του πιστεύουν ότι βρήκαν τη διέξοδο, τα πλάνα του γίνονται εκτυφλωτικά φωτεινά και το τοπίο μεταμορφώνεται, γίνεται θαρρείς μαγικό. Η Μάρθα, η πιο ευαίσθητη, αφού πρώτα επιχειρήσει μια «ηρωική έξοδο» στα παγωμένα νερά το κόλπου, στο τέλος θα επιλέξει να χαθεί στην απέραντη ζούγκλα. Η Άννα, λιγότερο ευάλωτη, που παλεύει περισσότερο, που δοκιμάζει, αποφασίζει να καταφύγει στην προστασία του Τόρο, που δεν της λέει ερωτικά τίποτε. Κι ο αγρότης Τόρο που μαζεύει συνεχώς μήλα που δεν τα χρειάζεται, ακουμπάει στην παρουσία της Άννας για να λύσει κάποια από τα ζωτικά προβλήματά του που τον βασανίζουν. Να σημειώσουμε ότι ο λόγος στην ταινία είναι στο έπακρο ελλειπτικός, τόσο, που κι αν έλειπε ο υποτιτλισμός, ο θεατής ελάχιστα θα στερούνταν. Χρειάζεται μήπως κανείς περισσότερα για να εντοπίσει τα αδιέξοδα του σύγχρονου όπου γης ανθρώπου;
Πρόκειται για μια εικαστική αναφορά στην αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου από τη μοναξιά και, στην περίπτωσή μας – κι αυτό είναι το κυρίαρχο εύρημα του σκηνοθέτη- από ό,τι η ζωή συνεπάγεται σ’ ένα κλειστό και απομονωμένο χωριό της Νότιας Χιλής με την οροσειρά των Άνδεων στα ανατολικά να καθιστά αδύνατη κάθε επαφή με την «Ενδοχώρα» και τον απέραντο Ειρηνικό στα δυτικά να αποτρέπει κάθε ιδέα απόδρασης. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό τοποθετούνται οι ζωές της Άννας, της Μάρθας, της Βερόνικας και του Τόρο, νέων ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με την απελπισία, τη μοναξιά και τέλος με την κατάθλιψη. Δεν έχουν τίποτε να κάνουν, τίποτε να δουν τίποτε να ελπίσουν. Μια θάλασσα με τα εκκωφαντικά «κουφά» κύματά της, μια μαύρη ακρογιαλιά σαν λάσπη, ένα μικρό φέρι που συνδέει το χωριό με το διπλανό, μια ατέλειωτη βροχή που δε σταματά και τα μουσκεμένα χωράφια με τα μήλα, που κανείς δεν τα χρειάζεται…
Ο σκηνοθέτης επιμένει στα μακρινά, υποφωτισμένα πλάνα του ουρανού, της στεριάς και της θάλασσας, στις άσκοπες και καθημερινές πορείες των πρωταγωνιστών του στους λασπωμένους δρόμους –κάτι που ενοχλεί ιδιαίτερα το μέσο θεατή, τον εθισμένο στη «δράση» της «Τόλμης και Γοητείας» (κάποιοι αντέδρασαν)- αλλά ο στόχος του είναι βέβαια άλλος: να παρακολουθήσει τη σταδιακή αποσάθρωση των συγκεκριμένων ανθρώπων, ως την έσχατη απελπισία. Μόνο σε κάποια σημεία, που οι χαρακτήρες του πιστεύουν ότι βρήκαν τη διέξοδο, τα πλάνα του γίνονται εκτυφλωτικά φωτεινά και το τοπίο μεταμορφώνεται, γίνεται θαρρείς μαγικό. Η Μάρθα, η πιο ευαίσθητη, αφού πρώτα επιχειρήσει μια «ηρωική έξοδο» στα παγωμένα νερά το κόλπου, στο τέλος θα επιλέξει να χαθεί στην απέραντη ζούγκλα. Η Άννα, λιγότερο ευάλωτη, που παλεύει περισσότερο, που δοκιμάζει, αποφασίζει να καταφύγει στην προστασία του Τόρο, που δεν της λέει ερωτικά τίποτε. Κι ο αγρότης Τόρο που μαζεύει συνεχώς μήλα που δεν τα χρειάζεται, ακουμπάει στην παρουσία της Άννας για να λύσει κάποια από τα ζωτικά προβλήματά του που τον βασανίζουν. Να σημειώσουμε ότι ο λόγος στην ταινία είναι στο έπακρο ελλειπτικός, τόσο, που κι αν έλειπε ο υποτιτλισμός, ο θεατής ελάχιστα θα στερούνταν. Χρειάζεται μήπως κανείς περισσότερα για να εντοπίσει τα αδιέξοδα του σύγχρονου όπου γης ανθρώπου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου