Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Το Πάθος Χιλιάδες Φορές



ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΣΤΟΡΗΜΑ

ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΟΡΕΣ

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2009,

σελ. 768

«Το Πάθος Χιλιάδες φορές» της Ζυράννας Ζατέλη- να το δηλώσουμε εξαρχής-υπήρξε για μας μια αποκάλυψη. Κι αυτό γιατί η γνωστή συγγραφέας απέδειξε περίτρανα ότι μπορεί να διατηρεί άσβεστο το ίδιο πάθος για δημιουργία και μετά από εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια (1984, Η Περσινή Αρραβωνιαστικιά) και να κατορθώνει το ακατόρθωτο: μέσα από τις 800 περίπου σελίδες του έργου της να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη οδηγώντας τον σε πρωτόγνωρα μονοπάτια μέθεξης στο όνειρο και στη μαγεία.
Το έργο της βέβαια δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνων που διαβάζονται απνευστί «σε μια νύχτα», όπως συχνά ακούμε από ένα μέσο αναγνώστη. Όχι μόνο εξαιτίας του όγκου του (αλήθεια πότε θ’ αποφασίσουν οι εκδότες να διευκολύνουν τον αναγνώστη εκδίδοντας παρόμοια εκτενή πονήματα σε δυο ή και σε τρεις τόμους;), αλλά κυρίως εξαιτίας της δομής του... Το «Πάθος» απαιτεί από τον αναγνώστη «συμμετοχή», ένα άλλο δηλαδή πάθος, καθώς ταιριάζει σε κάθε αξιόλογο έργο τέχνης.
Να τονίσουμε λοιπόν ότι το έργο δεν ακολουθεί τη συνήθη δομή ενός τυπικού μυθιστορήματος: με στοιχειώδη μύθο που τον διακρίνουν αρχή , μέση και τέλος, με συγκεκριμένη κορύφωση και κυρίως με γήινους χαρακτήρες που μισούν, αγαπούν και πεθαίνουν ή ζουν αυτοί καλά….Η Ζ. Ζ. αρνείται μετά βδελυγμίας να ακολουθήσει την κλασική αυτή συνταγή. Αντίθετα χτίζει το έργο της με ένα είδος συνειρμικής καταγραφής, όπου ο χρόνος, τα πρόσωπα και τα γεγονότα συμπλέκονται φαινομενικά «εική και ως έτυχε». Μόνο ο τόπος μένει σταθερός, αν και δεν ονομάζεται: προφανώς πρόκειται για το μακεδονίτικο κεφαλοχώρι, όπου γεννήθηκε η συγγραφέας. Και τα δρώμενα υπακούουν θαρρείς σε κάποια ονειρική καταγραφή. Στο έργο της ξεχωρίζουν –σχηματικά- τέσσερις κύριες θεματικές ενότητες (Η συγγραφέας για δικούς της προφανώς λόγους το διαιρεί σε τρία μέρη και δεκαεφτά κεφάλαια, όλα με ευρηματικούς τίτλους και ενδιαφέροντα «μότα».) Προηγείται ένα σύνδειπνο νεκρών και ζώντων, ακολουθεί η τραγική ιστορία της Ζήλης, «δίδυμης αδελφής» της κύριας ηρωίδας του έργου, στη συνέχεια έρχεται το αριστοτεχνικό θέμα της «Λεύκας-Ψυχοπομπού» και το έργο κλείνει με υπερρεαλιστική και συνάμα τραγική ιστορία της φαρμακεύτριας Μάργως.
Στην πρώτη ενότητα «περιγράφεται» με ένα καθαρά υπερρεαλιστικό ύφος ένα γιορταστικό οικογενειακό δείπνο, στο οποίο μετέχουν εκτός από τα δυο κύρια πρόσωπα του έργου-ο παππούς Ντάφκος και εγγονή Λεύκα-οι άρτι επανακάμψαντες από την ξενιτιά μετανάστες –γιαγιά, πατέρας, μητέρα, γιος, κόρη- καθώς και μια κουστωδία νεκρών συγγενών. Για να διευκολύνει μάλιστα τον αναγνώστη η ευρηματική συγγραφέας παραθέτει στην αρχή ένα «οικογενειακό δέντρο», όπου όμως δεν ξεχωρίζουν οι νεκροί από τους ζωντανούς, καθώς για τη συγγραφέα όλοι έχουν ίσως το ίδιο βάρος. Θα περίμενε κανείς ότι στο ιδιότυπο αυτό δείπνο θα κυριαρχούσαν συζητήσεις για θέματα καθοριστικά της μοίρας των ανθρώπων της εποχής: της φτώχειας, της μοναξιάς, της μετανάστευσης κ. α. παρόμοια. Κάθε άλλο. Το δείπνο το στοιχειώνουν ο παππούς που κόβει ασταμάτητα με το τσεκούρι του ξύλα για το τζάκι στην πίσω αυλή, η εγγονή απρόσιτη και μοναχική, θυμωμένη θαρρείς, να «διψάει για μελάνη» κλεισμένη στην κάμαρή της, το Παιχνίδι με τ’ αγάλματα του ετεροθαλούς αδελφού του πατέρα, το κολιέ με τις μαύρες πέρλες που φοράει η πεθαμένη θεία Δάφνη και δεκάδες άλλα παρόμοια. Αυτά όμως, τα φαινομενικά ασήμαντα θέματα, λειτουργούν κατά ένα μαγικό τρόπο ως έγχρωμος υπέρηχος της ψυχής των συνδαιτυμόνων, αλλά και της δικής μας.
Η ιστορία της Ζήλης, ενός σακάτικου κοριτσιού, με τον πρόωρο δραματικό χαμό του αποτελεί ένα λαμπρό ψυχογράφημα για τη Λεύκα, την κυρίαρχη ηρωίδα του έργου, ενδεικτικό για τα κυρίαρχα ενδιαφέροντά της. Και είναι όντως αξιοπερίεργο. Ένα κορίτσι σε προεφηβική ηλικία, αργότερα και έφηβη, νύξη δεν αφήνει για το «άλλο πάθος», χαρακτηριστικό της ηλικίας της, τον σαρκικό ή τον πλατωνικό έστω έρωτα. Αντίθετα σ’ όλο το έργο διαπιστώνουμε να υποβόσκει ένας ανομολόγητος «μυστικός» έρωτας για τον παππού της. Σε γενικές γραμμές το θέμα της Ζήλης αποτελεί μια εισαγωγή στην «ελεγεία του θανάτου», που κορυφώνεται στην επόμενη ενότητα.
Αυτό είναι το θέμα της Λεύκας-Ψυχοπομπού. Εδώ η κεντρική ηρωίδα του έργου αξιοποιεί στο έπακρο το χάρισμα που ανακάλυψε στην ιστορία της Ζήλης: να κατευοδώνει ειρηνικά και αβασάνιστα στην «αντίπερα όχθη» όσους έχουν εκμετρήσει το ζην και βασανίζονται και βασανίζουν. Αρκεί και μόνο η παρουσία της, έστω και ένα χάδι της και οι υποψήφιοι διαβάτες του Αχέροντα διασχίζουν το μαύρο ποτάμι πειθαρχημένοι και γαλήνιοι. Το θέμα αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμεύσει ως λογοτεχνικό δοκίμιο σε σεμινάριο σχετικό με την προβληματική του θανάτου.
Και τελευταίο το θέμα της «φαρμακεύτριας» Μάργως, η οποία σ’ αλλοτινούς χρυσούς καιρούς γιάτρευε με τα ποικίλα βότανά της πάσαν νόσον των ανθρώπων της εποχής και τώρα με την κυριαρχία των γιατρών και των φαρμακοποιών έχει πέσει σε ανυποληψία και αποφασίζει να δώσει ένα βίαιο τέλος στη ζωή της σύμφωνο με τη φιλοσοφία της. Η ιστορία κάτι μας θύμισε από «Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης» του Δημήτρη Χατζή, καθώς και από την έξοχη ιαπωνική ταινία του Nagisha Oshima «Η Τελετή».
Παρεμβάλλονται βέβαια και δεκάδες δευτερεύοντες συμπληρωματικοί χαρακτήρες-ίσως να ξεπερνούν και την εκατοντάδα-, όλοι με την ιδιοτυπία τους, καθώς δεν ανήκουν στον κόσμο τούτο, τον κοινοτοπικό και αενάως επαναλαμβανόμενο. Αξιομνημόνευτη και η αναφορά της σε συγκεκριμένα οικόσιτα ζώα, στα σκυλιά Κούσα, Μάρκο, Μπόρα , στη γάτα Μαυρουλιά, που συνεισφέρουν κι αυτά στο έπακρο στην οικονομία του μυθιστορήματος.
Θα τολμούσε να ορίσει κανείς το ύφος της Ζ. Ζ. με το οξύμωρο σχήμα «υπερρεαλιστικός ρεαλισμός» καθώς , χωρίς η συγγραφέας να επιμένει στο φολκλόρ, πατάει γερά σ’ αυτό για να περιγράψει την αγροτική ζωή σ’ ένα μακεδονίτικο κεφαλοχώρι της δεκαετίας του ’60 και συγχρόνως δίνει στα γεγονότα μια υπερκόσμια, ονειρική διάσταση. Γι αυτό από το έργο της περνάει με εύστοχες αναφορές όλη η λαϊκή σοφία των αλλοτινών καιρών με νύξεις, εκφράσεις και εκτενέστερες αναφορές και ενώ σαφέστατα ορίζεται-χωρίς όμως να κατονομάζεται ο γεωγραφικός περίγυρος του μύθου (Ο Σοχός, η λίμνη Βόλβη, η Θεσσαλονίκη) και καθορίζεται με σχολαστική ακρίβεια ο χρόνος στον οποίο συντελούνται τα δρώμενα (κυρίως η δεκαετία του ’60) δεν αφιερώνεται ούτε μια αναφορά στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής. Νομίζουμε ότι κατανοούμε την πρόθεση της συγγραφέως να σκιαγραφήσει ένα κόσμο πέρα από τα συγκεκριμένα όρια του χώρου και του χρόνου, να προσδώσει μ’ άλλα λόγια διαχρονικές και οικουμενικές διαστάσεις στο έργο της. Εξάλλου τα γεγονότα περιγράφονται , καθώς χαρακτηριστικά τονίζεται κάπου, όχι ακριβώς όπως συνέβησαν, αλλά διαφορετικά. Και αυτό το «διαφορετικά» προσθέτει ίσως στο έργο της το χαρακτήρα της αντοχής του στο χρόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: