ΚΟΥΒΑ
PEDRO JUAN GUTIERREZ
Η ΒΡΟΜΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΒΑΝΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΑΚΗ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2005
Σελ. 464
Ο Pedro Juan Gutierrez έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο Μπουκόφσκι της Καραϊβικής. Γεννημένος στην Κούβα το 1950, ασχολήθηκε στα νιάτα μου
με πολλά επαγγέλματα: αυτά του εφημεριδοπώλη, του παγωτατζή, του καθηγητή
κολύμβησης, ώσπου να καταλήξει στο επάγγελμα του συγγραφέα. Εργάστηκε ακόμη για
χρόνια ως δημοσιογράφος και εκφωνητής στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Στα βιβλία
του, τα οποία γνώρισαν αμέσως μεγάλη εκδοτική επιτυχία στο εξωτερικό, αναδύεται
συνήθως ένα θλιβερό και ζοφερό πορτρέτο της σύγχρονης Κούβας. Όλα πρωτοκυκλοφόρησαν στο Μεξικό και από τα
ισπανικά μεταφράστηκαν σε πολλές άλλες γλώσσες. Στην πατρίδα του το πρώτο
μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε είναι το «Ο Έρωτας νοστάλγησε την Κούβα»
Στη χώρα μας κυκλοφορούν από τις εκδόσεις
Μεταίχμιο τα βιβλία του:
Ο Έρωτας νοστάλγησε την Κούβα (2004)
Ο δικός μας Γκράχαμ Γκρην στην Αβάνα (2006)
Η βρόμικη ιστορία της Αβάνας (2005)
Στην καρδιά της Κούβας (2008)
Ο βασιλιάς της Αβάνας (2009)
Η μελαγχολία των λιονταριών (2011)
Η Βρόμικη Τριλογία της Αβάνας πρωτοκυκλοφόρησε
στο Μεξικό από τον εκδοτικό οργανισμό Editorial Anagrama to 2005, αν και η συγγραφή
της είχε ολοκληρωθεί το 1998.
Πρόκειται μια σειρά από εξήντα
αφηγήματα (τα περισσότερα με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα) ,
φαινομενικά αυτόνομα, ουσιαστικά
όμως άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, τα οποία ο συγγραφέας παραθέτει σε τρεις
ενότητες (σε σχέση μόνο με το χρόνο συγγραφής τους): Αγκυροβολημένος σε
Ουδέτερη Ζώνη-Τίποτα να κάνω-Η γεύση η δική μου.
Ο Γκουτιέρες με μια γραφή σε
καταιγιστικούς ρυθμούς ανατέμνει την κουβανική κοινωνία της δεκαετίας του ’90,
όχι απλά χωρίς φόβο και χωρίς πάθος , αλλά με μια πρωτοφανή νατουραλιστική
διάθεση που σοκάρει. Οι χαρακτήρες ζουν και κινούνται κυρίως στην Αβάνα,
εγκλωβισμένοι σαν τα ποντίκια στη φάκα ή σαν τις κατσαρίδες που ψάχνουν
απεγνωσμένα την τροφή τους τις νύχτες, καθώς δεν έχει απομείνει τίποτε από την
ημερήσια κατανάλωση των απεγνωσμένων ανθρώπων… Η παλιά Αβάνα με τις
υπερπολυτελείς επαύλεις και τα άνετα
οικιστικά συγκροτήματα των πλούσιων αστών της μοιάζει βομβαρδισμένη ή χτυπημένη από
καταστροφικό λοιμό: τα κτίρια καταρρέουν κάτω από το ανελέητο μαστίγωμα των
συνεχών βροχών και των κυκλώνων, οι ανελκυστήρες από χρόνια ακινητοποιημένοι,
οι όροφοί τους πρόχειρα διαιρεμένοι σε αυτόνομα δωμάτια (σολάρ τα λένε) και
στις ταράτσες τους να χτίζονται καθημερινά με παντοειδή φτηνά υλικά δωμάτια 4Χ4
στεγασμένα με τσίγκους και πισσόχαρτα που στεγάζουν ως και δεκαπέντε άτομα το
καθένα (καθώς η εσωτερική μετανάστευση είναι αδύνατο να ελεγχθεί), με κοινά
αποχωρητήρια που πλημμυρίζουν από σκατά, όταν το νερό δε φτάνει τόσο ψηλά τις περισσότερες
ώρες…
Τα καταναλωτικά αγαθά, όλα
κατώτερης ποιότητας και με το δελτίο. Ώρες ολόκληρες πρέπει να στηθείς στην
ουρά για να προμηθευθείς μισό λίτρο ρύζι, φασόλια ή ρούμι που μυρίζει
πετρέλαιο…Και φυσικά η μαύρη αγορά να που οργιάζει. Ο ήρωάς μας ταξιδεύει τις
νύχτες με το τρένο, με τους επιβάτες όρθιους, κρεμασμένους από τις
χειρολαβές, για τρεις και τέσσερις ώρες, με σκοπό να προμηθευτεί από τα χωριά λίγο βοδινό κρέας ή αστακούς –που φαίνεται ότι
αφθονούν στην Κούβα-προϊόντα που θα τα
πουλήσει στην Αβάνα χέρι με χέρι με κίνδυνο πάντα να συλληφθεί και να τιμωρηθεί
με χρόνια φυλάκισης… Γιατί, καθώς
φαίνεται, οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης έχουν γεμάτες τις τσέπες τους με
κουβανικά πέσος , με τα οποία όμως δεν
βρίσκουν να αγοράσουν τίποτε! Το μόνο που τους μένει είναι να κυνηγήσουν τα
δολάρια, στέλνοντας τις γυναίκες τους να πορνεύονται τις νύχτες με αμερικανούς
τουρίστες, ή σε έσχατη απελπισία να κατασκευάζουν πρόχειρες σχεδίες που
επιπλέουν πάνω σε φουσκωμένες σαμπρέλες
και να δοκιμάζουν να διασχίσουν τον ωκεανό ως το Μαϊάμι.
Κοινωνίες όμως που φτάνουν σε
παρόμοιο σημείο εξαθλίωσης από κάπου οφείλουν να πιαστούν, για να επιβιώσουν.
Και τη λύση την προσφέρει το πανάρχαιο γενετήσιο ένστικτο, δυναμωμένο από τη
στέρηση και τη απελπισία…Ο συγγραφέας εδώ αποδεικνύεται δεξιοτέχνης.
Περιγράφει σκηνές ενός άγριου και
αχαλίνωτου ερωτισμού με τα πιο μελανά χρώματα. Νέγροι, μιγάδες (μουλάτες
εκπληκτικής ομορφιάς αλλά και άφατης χυδαιότητας), αλλά και λευκοί επιδίδονται σε
ανείπωτα σεξουαλικά όργια, για να αποσυρθούν στη συνέχεια στις τρύπες τους
εξουθενωμένοι, και να ξεχάσουν…Η κοκαΐνη και το χασίς στην ημερήσια διάταξη,
προσφέρουν ένα άλλο, πρώτης γραμμής αδιέξοδο. Και να βλέπεις και τις γριές
αμερικάνες τουρίστριες, που καταφτάνουν στην Αβάνα σωρηδόν να θαυμάζουν τα
πανέμορφα αρχιτεκτονήματα παλαιών ημερών και να φωτογραφίζουν για ένα δολάριο
νέγρους με ορθωμένα πέη!
Και όσο σκέφτομαι τον ενθουσιασμό
μας στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν επικράτησε στην Κούβα η επανάσταση του
Κάστρο και του Γκουεβάρα , και την αναπτέρωση των ελπίδων μας, καθώς πιστεύαμε
ότι γεννιέται κάτι νέο και ελπιδοφόρο… Απελπισία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου