ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
ROGRIGUEZ MANANE
LOS PASOS PERDIDOS
ΧΑΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ
2001 /93λ.
Πολύ συχνά ανακαλύπτει κανείς στη «μικρή οθόνη» -σε κάποιο από τα κανάλια - της ΕΡΤ βέβαια- ξεχασμένα ή παραγνωρισμένα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης. Ταινίες που δε βρήκαν αίθουσα προβολής, καθώς κρίθηκαν (από ποιους;) αντιεμπορικές ή άλλες που «κατέβηκαν» τη δεύτερη μέρα της προβολής τους, γιατί προβάλλονταν μπροστά σε άδεια καθίσματα… Θυμούμαι ότι αυτό συνέβη λ.χ. με το την ιρανική ταινία του Kiarostami “Γεύση από κεράσι»… Έτσι, χθες (06-12-2009) στο PRISMA της ψηφιακής ΕΡΤ απολαύσαμε την αργεντίνικη ταινία «Χαμένα Βήματα» (Los Pasos Perdidos) του άγνωστου σε μας σκηνοθέτη Rodriguez Manane. Μια ταινία «καταγγελίας», αλλά χωρίς υστερικές κραυγές και κουραστικές υπερβολές, τις οποίες έχουμε συνηθίσει σε παρόμοια εγχειρήματα. Το όποιο καταγγελτικό μήνυμά του το υποβάλλει θαρρείς ο σκηνοθέτης, χωρίς να το επιβάλλει με τη μορφή της προπαγάνδας…
Είναι γνωστό ότι στην Αργεντινή επιβλήθηκε μια απάνθρωπη στρατιωτική χούντα στα χρόνια 1976-1983. Μια χούντα που τη βαραίνουν χιλιάδες δολοφονίες και «εξαφανίσεις» πολιτών (υπολογίζονται πάνω από 30.000 οι αγνοούμενοι και οι δολοφονημένοι). Προσφιλής μέθοδος του καθεστώτος ήταν να «φορτώνει» μαζικά τους πολίτες που ανέκρινε σε αεροπλάνα και να τους πετάει κλεισμένους σε σακιά στον ωκεανό ή σε ποτάμια… Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θεωρούνται και σήμερα «αγνοούμενοι»!
Αυτό το εφιαλτικό κλίμα επιχειρεί να αναστήσει ο σκηνοθέτης μέσα από το θέμα του: ένα νέο ζευγάρι «εξαφανίζεται», όπως συνηθιζόταν, και τη μικρή κόρη τους την «υιοθετεί» -παράνομα βέβαια- ο αρχιβασανιστής του στρατοπέδου συγκέντρωσης…. Από όλα αυτά όμως εμείς τίποτε δεν «βλέπουμε». (Ούτε καν σε flash-back).Τα μαθαίνουμε όμως από ακριτομυθίες των πρωταγωνιστών κατά την εξέλιξη της ταινίας, η οποία αρχίζει είκοσι χρόνια αργότερα… Απολαμβάνουμε λοιπόν την ειδυλλιακή ζωή ενός μεσόκοπου ζευγαριού σε κάποιο γραφικό προάστιο του Μπουένος Άιρες –ένας καλοκάγαθος και υπερπροστατευτικός πατέρας, μια μάνα που νοιάζεται για όλους κι ένα νέο κορίτσι, γυναίκα πια, που κάνει τζόκινγκ το πρωί πριν πάει σε κάποιον παιδικό σταθμό, όπου εργάζεται. Γύρω τους όμως διακριτικά και ανεπαίσθητα κάποιοι αρχίζουν να παρακολουθούν το κορίτσι, τη Μόνικα. Μια Μόνικα που υπεραγαπά τους γονείς της κι εκείνοι τη λατρεύουν…
Η ρήξη θα συμβεί, όταν η κοπέλα πληροφορηθεί ότι κάποιοι άγνωστοι την διεκδικούν… Παρακολουθούμε λοιπόν τους γονείς της να πασχίζουν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν στην οικογένεια ό τι πιο πολύτιμο έχουν, αλλά και κάποιο συμπαθή «γέροντα», που ταξίδεψε από τη Μαδρίτη, όπου μένει μόνιμα, για να διεκδικήσει επίσης αυτό που του ανήκει: την κόρη των χαμένων για πάντα παιδιών του… Η πλοκή κορυφώνεται στο τελευταίο πλάνο, ένα πλάνο σοφά μελετημένο, χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις.
Ο σκηνοθέτης μας δίνει με περισσή μαεστρία την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, με τους εκατοντάδες συγγενείς των αγνοουμένων να διαδηλώνουν στην κεντρική πλατεία της πόλης και μπροστά στο δικαστήριο, όπου θα εκδικαστεί η υπόθεση…Τα πανοραμικά και τα μακρινά του πλάνα του – γενικά αποφεύγει τα κοντινά πλάνα- η επιμονή του στην ψυχογραφία των ηρώων του, τους οποίους συμπαθεί όλους, μας διδάσκουν ίσως, ότι δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» χαρακτήρες. Μόνο καλές ή κακές συγκυρίες που μεταμορφώνουν τους ίδιους ανθρώπους σε αθώες περιστερές ή θηρία
Είναι γνωστό ότι στην Αργεντινή επιβλήθηκε μια απάνθρωπη στρατιωτική χούντα στα χρόνια 1976-1983. Μια χούντα που τη βαραίνουν χιλιάδες δολοφονίες και «εξαφανίσεις» πολιτών (υπολογίζονται πάνω από 30.000 οι αγνοούμενοι και οι δολοφονημένοι). Προσφιλής μέθοδος του καθεστώτος ήταν να «φορτώνει» μαζικά τους πολίτες που ανέκρινε σε αεροπλάνα και να τους πετάει κλεισμένους σε σακιά στον ωκεανό ή σε ποτάμια… Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θεωρούνται και σήμερα «αγνοούμενοι»!
Αυτό το εφιαλτικό κλίμα επιχειρεί να αναστήσει ο σκηνοθέτης μέσα από το θέμα του: ένα νέο ζευγάρι «εξαφανίζεται», όπως συνηθιζόταν, και τη μικρή κόρη τους την «υιοθετεί» -παράνομα βέβαια- ο αρχιβασανιστής του στρατοπέδου συγκέντρωσης…. Από όλα αυτά όμως εμείς τίποτε δεν «βλέπουμε». (Ούτε καν σε flash-back).Τα μαθαίνουμε όμως από ακριτομυθίες των πρωταγωνιστών κατά την εξέλιξη της ταινίας, η οποία αρχίζει είκοσι χρόνια αργότερα… Απολαμβάνουμε λοιπόν την ειδυλλιακή ζωή ενός μεσόκοπου ζευγαριού σε κάποιο γραφικό προάστιο του Μπουένος Άιρες –ένας καλοκάγαθος και υπερπροστατευτικός πατέρας, μια μάνα που νοιάζεται για όλους κι ένα νέο κορίτσι, γυναίκα πια, που κάνει τζόκινγκ το πρωί πριν πάει σε κάποιον παιδικό σταθμό, όπου εργάζεται. Γύρω τους όμως διακριτικά και ανεπαίσθητα κάποιοι αρχίζουν να παρακολουθούν το κορίτσι, τη Μόνικα. Μια Μόνικα που υπεραγαπά τους γονείς της κι εκείνοι τη λατρεύουν…
Η ρήξη θα συμβεί, όταν η κοπέλα πληροφορηθεί ότι κάποιοι άγνωστοι την διεκδικούν… Παρακολουθούμε λοιπόν τους γονείς της να πασχίζουν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν στην οικογένεια ό τι πιο πολύτιμο έχουν, αλλά και κάποιο συμπαθή «γέροντα», που ταξίδεψε από τη Μαδρίτη, όπου μένει μόνιμα, για να διεκδικήσει επίσης αυτό που του ανήκει: την κόρη των χαμένων για πάντα παιδιών του… Η πλοκή κορυφώνεται στο τελευταίο πλάνο, ένα πλάνο σοφά μελετημένο, χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις.
Ο σκηνοθέτης μας δίνει με περισσή μαεστρία την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, με τους εκατοντάδες συγγενείς των αγνοουμένων να διαδηλώνουν στην κεντρική πλατεία της πόλης και μπροστά στο δικαστήριο, όπου θα εκδικαστεί η υπόθεση…Τα πανοραμικά και τα μακρινά του πλάνα του – γενικά αποφεύγει τα κοντινά πλάνα- η επιμονή του στην ψυχογραφία των ηρώων του, τους οποίους συμπαθεί όλους, μας διδάσκουν ίσως, ότι δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» χαρακτήρες. Μόνο καλές ή κακές συγκυρίες που μεταμορφώνουν τους ίδιους ανθρώπους σε αθώες περιστερές ή θηρία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου