Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ο Γύρος του Θανάτου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
6. ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ
Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΑΓΡΑ 2011
Σελ. 216

Για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι αν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να ερμηνεύσει κανείς τα ιστορικά γεγονότα είναι η λογοτεχνία. Μα, θα ν' αναρωτηθούν κάποιοι, πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα μέσα από πλασματικούς χαρακτήρες και  από μια φανταστική πλοκή;  Αλλά μήπως αυτά τα ιστορικά γεγονότα που τα προσεγγίζουμε μέσα από την ιστορία δεν μας έρχονται έτοιμα, «ερμηνευμένα»,  χωρίς να το υποψιαζόμαστε; Και τελικά μήπως αυτό που ονομάζουμε «ιστορία» δεν είναι μια καλοστημένη φαντασία, ένας «γενικά παραδεκτός» μύθος;
Ο Θωμάς Κοροβίνης το γνωρίζει αυτό. Γι αυτό και στην προσπάθειά του να προσεγγίσει μια κρίσιμη εποχή της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, με τη Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, «δανείζεται» έναν χαρακτήρα με σάρκα και οστά, που στοίχειωσε κυριολεκτικά την πόλη τη συγκεκριμένη αυτή εποχή: τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον επονομαζόμενο και «δράκο του Σέιχ Σου»
Αλλά  ο αναγνώστης γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας δεν σκοπεύει να δώσει απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα που απασχόλησε –και ακόμη απασχολεί –τους κατοίκους της πόλης, αν δηλαδή το άτομο που εκτελέστηκε «δια τυφεκισμού, εις τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων» την αυγή της 16ης Φεβρουαρίου 1968 ήταν και ο δράστης των ειδεχθών εγκλημάτων που του φόρτωσαν. Παρόλο που η καταγραφή των γεγονότων που ακολουθούν διακρίνεται για την χρονογραφική της ακρίβεια , γεγονός που σημαίνει ότι ο συγγραφέας έσκυψε με σχολαστικό ενδιαφέρον στα συγκεκριμένα ιστορικά δρώμενα, συνειδητοποιούμε ότι ο βασικός στόχος του είναι να ανασύρει και να φωτίσει εκείνες τις μυστικές και κυρίαρχες αιτίες που τα διαμόρφωσαν.
Ο συγγραφέας επιλέγει τη λεγόμενη «πολυπρισματική αφήγηση» για τη ζωή του «Αρίστου» αλλά και για την κοινωνία της πόλης. Μιλούν έτσι, πάντα σε πρώτο πρόσωπο, ένα φιλαράκι, μια παραδουλεύτρα για τη μάνα του ήρωα, ένας αχθοφόρος του λιμανιού, ένας παρακρατικός γείτονας, ένα χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων, ένα αστός της παραλίας, το αφεντικό του «Γύρου του Θανάτου», μια τραβεστί και τέλος μια τραγουδίστρια.
Και το αποτέλεσμα αποδεικνύεται θαυμαστό. Όσοι ζήσαμε εκείνα τα συγκεκριμένα χρόνια, όσοι μετείχαμε θέλαμε δεν θέλαμε στα γεγονότα, τα οποία και θάψαμε με τον καιρό όσο πιο βαθιά γίνεται, γιατί δε γινόταν αλλιώς, μόνο έτσι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε, με το «Γύρο του Θανάτου» τα ξαναζούμε, με την πατίνα του χρόνου βέβαια, δεόντως εξωραϊσμένα, αλλά με τα ίδια ζωηρά χρώματα και τις ίδιες μυρωδιές. Σκληρές μέρες. Αλλά οι άνθρωποι θηρία!

«Λουτρά δεν είχαμε. Μια φορά τη βδομάδα, το Σάββατο, κι εκείνο αν λούζαμε τα παιδιά μας στη σκάφη την τσίγκινη, σε μια κουζίνα κρύα, μπούζι…Πολεμούσαμε να τη ζεστάνουμε με το μαγκάλι. Κι από αυτό το μαγκάλι πόσοι δεν δηλητηριάστηκαν και δεν τους βρήκανε τεζαρισμένους το πρωί… Αποχωρητήρια μέσα στα σπίτια δεν είχαμε. Όλα έξω, στις αυλές. Και σε απόσταση από το σπίτι. Με καμιά παλιοεφημερίδα σκουπιζόμασταν… Κι ήτανε και  σκληρές οι άτιμες… Κι ύστερα που βγήκαμε τα λαϊκά περιοδικά και τ’ αγοράζανε όλα τα φτωχικά τα σπίτια, μεταχειριζόμασταν τα φύλλα τους, που ήταν κάπως τρυφερά. Με το μαχαίρι τα κόβαμε. Όπως ο χασάπης το χασαπόχαρτο. Ας είναι καλά το «Ντόμινο» και το «Ρομάντσο», αυτά μας έσωσαν» (σελ. 64)


Δεν υπάρχουν σχόλια: