Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Κουρνιαχτός και Τρόμος

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

ABELARDO ARIAS
ΚΟΥΡΝΙΑΧΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γ. Δ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
ΠΑΠΥΡΟΣ (ΒΙΠΕΡ) 1976
σελ.284


Ξαναδιαβάζοντας μετά από σαράντα χρόνια ένα ξεχασμένο σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης μας «ΒΙΠΕΡ» συνειδητοποιήσαμε με έκπληξη ότι κάποια λογοτεχνικά έργα αντέχουν στο χρόνο πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς. Αυτό οφείλεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, και στην εμπνευσμένη –αν και ιδιότυπη- μετάφραση του έργου. Παρ’ όλο που ορισμένες σελίδες του βιβλίου ήταν τόσο κακοτυπωμένες που με δυσκολία διαβάζονταν. Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Κουρνιαχτός και Τρόμος» του αργεντινού συγγραφέα Αμπελάρδο Αρίας. Το έργο, από όσο διαπιστώσαμε, πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ από τον Ιανουάριο του 1974.
Ο βραβευμένος αυτός νοτιοαμερικανός συγγραφέας αντλεί το θέμα του από τον αγώνα της Αργεντινής για ανεξαρτησία, και ειδικά από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ «ενωτικών» και «ομοσπονδιακών» που ακολούθησε την ανακήρυξη του νέου κράτους. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος ζουν και κινούνται στα χρόνια 1840-43, όταν μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στους επαναστάτες ενωτικούς, που είχαν προσωρινά κυριαρχήσει στη μακρινή επαρχία της χώρας Santiago del Estero, και στους ομοσπονδιακούς που υποστηρίζονταν από την κεντρική κυβέρνηση του Μανοέλ Ρόσας στο Μπουένος Άιρες. Το εγχείρημα του συγγραφέα να πλαισιώσει τους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου του από μια πλειάδα πέρα για πέρα υπαρκτών ιστορικών προσώπων (στρατιωτικούς, πολιτικούς κ.α.) είναι αξιομνημόνευτο. Στο πρώτο μέρος του έργου (Τετράδιο Ενωτικό) τα γεγονότα δίνονται από την πλευρά των κατατρεγμένων ενωτικών. Ενώ στο δεύτερο (Τετράδιο Ομοσπονδιακό ) κυριαρχούν η κεντρική μορφή του κυβερνήτη «Φίλιππα Ιμπάρρα» και οι άνθρωποί του.
Στο Σαντιάγκο λοιπόν της Αργεντινής οι ενωτικοί, που είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση των ομοσπονδιακών, έχουν ηττηθεί και δίνουν απεγνωσμένα μάχες οπισθοφυλακών. Ο στρατιωτικός διοικητής της επαρχίας Φίλιππος Ιμπάρρα έχει πια εγκατασταθεί στην ομώνυμη πρωτεύουσα της επαρχίας και περνάει δια πυρός και σιδήρου τους «προδότες» που έχει συλλάβει. (Άγρια και απάνθρωπα τα ήθη εκείνων των καιρών στη μακρινή αυτή χώρα. Αλλά μήπως και στην Ευρώπη την ίδια εποχή ήταν ήμερα;) Δυο σημαίνοντες εχθροί του καθεστώτος, ο πολιτικός δον Χοσέ ντε Λιμπαρόνα και ο δικαστής Πιέδρο Ούντσαγκα, αφού βασανίστηκαν απάνθρωπα, στέλνονται χωρίς εφόδια και τρόφιμα στις εσχατιές της επαρχίας, μέσα στη ζούγκλα, όπου οι ινδιάνοι, που δεν έχουν ακόμη «χριστιανέψει» κυριαρχούν και ρημάζουν τους οικισμούς με τα γιουρούσια τους.. Και οι άνθρωποι αυτοί δίνουν τον έσχατο αγώνα για την επιβίωσή τους, μια επιβίωση που εξαρτάται από την αυτοθυσία και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της εικοσάχρονης Αυγουστίνας Παλάσιο, της συζύγου του δον Χοσέ, που φροντίζει με στοργή τους δυο άντρες. Άδικος κόπος. Ο πρώτος τρελαίνεται και πεθαίνει στα χέρια της κι ο δεύτερος, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια απόδρασης συλλαμβάνεται και εκτελείται παραδειγματικά στο Σαντιάγκο.
Στο «Ομοσπονδιακό Τετράδιο» παρακολουθούμε τα ίδια γεγονότα με τη ματιά του αδίστακτου Φίλιππα (sic) Ιμπάρρα. Που πιστεύει ακράδαντα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Κουβαλάει μαζί του τον διορισμένο από τον ίδιο υπουργό δικαιοσύνης, που του υπαγορεύει τους νόμους και τα διατάγματα που ο ίδιος πρόκειται να υπογράψει , καθώς πιστεύει ότι «την εκτελεστική εξουσία και τη δικαιοσύνη την αποτελούν έτσι κι αλλιώς πάντα τα ίδια πρόσωπα!». Όσο για την ελευθερία είναι πεπεισμένος ότι «πρέπει να δίνεται στους ανθρώπους ανάλογα με το βαθμό του πολιτισμού τους». Βαθιά θεοσεβούμενος, συμβουλεύεται συχνά τον πιστό του ιερέα που τον ακολουθεί παντού, όταν είναι βέβαιος ότι θα επικροτήσει τις αποφάσεις του. Έδιωξε τη νόμιμη γυναίκα του την πρώτη βραδιά του γάμου του γιατί … δεν ήταν παρθένα και ζούσε με μια πανέμορφη πόρνη που την επέβαλε ακόμη και στις επίσημες δεξιώσεις. Αρνείται πεισματικά όμως να αναγνωρίσει το παιδί που απόχτησε μ’ αυτήν, γιατί …είναι νόθο.
Η κοινωνία της Αργεντινής παρουσιάζεται ανάγλυφη στο έργο. Με τους φανατισμούς της (οι γαλάζιοι αριστοκράτες ενωτικοί που μισούν μέχρι θανάτου τους κόκκινους λαϊκούς ομοσπονδιακούς και το αντίστροφο), αλλά και τις διαχρονικές αξίες της, τους ηρωισμούς της, όταν οι αντίπαλοι σφάζουν και σφάζονται ευχαρίστως για τις ιδέες τους, με τα πάθη της, ομολογημένα και ανομολόγητα. Παρ’ όλο που ο ίδιος ο κυβερνήτης είναι βαθιά ερωτευμένος με την Αυγουστίνα Λιμπαρόνα, δεν το ομολογεί από εγωισμό ούτε στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς αυτή είναι πιστή σύζυγος του ορκισμένου εχθρού του. Και δε δείχνει έλεος απέναντί της ούτε μετά το θάνατο του συζύγου της, όταν εκείνη τον ικετεύει να της επιτρέψει να μεταφέρει τα οστά του συζύγου της από τη ζούγκλα στο Σαντιάγκο… Πρόκειται για μια μεγαλειώδη τοιχογραφία της νοτιοαμερικανικής κοινωνίας των μέσων του ΙΘ’ αιώνα…

Ο Abelardo Arias , γεννημένος στην Κόρντομπα της Αργεντινής το 1908, πέθανε στο Μπουένος Άιρες το 1993. Εγκαινίασε τη συγγραφική του καριέρα το 1942 και απέσπασε στη συνέχεια ένα πλήθος από βραβεία στη χώρα του. Το έργο του "Κουρνιαχτός και τρόμος" δημοσιεύτηκε το 1971.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Ήταν ή δεν ήταν;

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΡΟΥΜΑΝΙΑ
CORNELIU PORUMBOIU
EAST OF BUCHAREST (ΉΤΑΝ Ή ΔΕΝ ΉΤΑΝ;)


2006
89 λεπτά


Βρισκόμαστε σε μια επαρχιακή πόλη, κοντά στο Βουκουρέστι. ( Από εδώ και ο αγγλόφωνος τίτλος της ταινίας για τις ανάγκες της αγοράς: East of Buckarest). Στις 22 Δεκεμβρίου 2005, ακριβώς είκοσι δύο χρόνια μετά την εξέγερση στη Ρουμανία και την απόδραση του Τσαουσέσκου με ελικόπτερο από το κυβερνητικό μέγαρο της πρωτεύουσας. Ο ιδιοκτήτης του τοπικού τηλεοπτικού καναλιού της πόλης Virgil Jderescu φιλοξενεί στο επετειακό πρόγραμμα της ημέρας τον Emanoil Piscoci, έναν γνωστό αφελή χήρο, που κατά καιρούς τα Χριστούγεννα μεταμφιέζεται σε Άη-Βασίλη, και τον καθηγητή της ιστορίας του τοπικού γυμνασίου Tiberiu Manescu, για να συζητήσουν αν έγινε ή όχι επανάσταση στην πόλη τους εκείνη την κρίσιμη βραδιά. Κι αυτό θα φαινόταν αν πριν από τις 12:08 της 22 Δεκεμβρίου 1989 –ώρα που έφυγε ο Τσαουσέσκου- αποδεικνυόταν ότι διαδήλωσε κάποιος στην πόλη τους.
Το «πλατό» είναι μια στενόχωρη αίθουσα με ένα τραπέζι όπου κάθονται στριμωγμένοι ο παρουσιαστής της εκπομπής με τους καλεσμένους του (πίσω τους μια κακοστημένη ασπρόμαυρη γιγαντοαφίσα με το διοικητήριο της πόλης) και ο «εικονολήπτης», ένας έφηβος που επιμένει να μη χρησιμοποιεί τριπόδι για την κάμερά του. Και η εκπομπή μετά από μικρά κωμικοτραγικά περιστατικά αρχίζει. Το ερώτημα είναι: «Διαδηλώσατε ή όχι εκείνο το κρίσιμο βράδυ στην πλατεία της πόλης πριν από τις 12:08;» (Μετά από αυτή την ώρα η πλατεία πλημμύρισε βέβαια από διαδηλωτές).
Ο καθηγητής διατείνεται ότι μαζί με κάποιους συναδέλφους του –κατά σύμπτωση όλους πεθαμένους- διαδήλωσε στην πλατεία, συγκρούστηκε μάλιστα με κάποιο συμπολίτη του, όργανο της σεκουριτάτε. Ακολουθεί καταιγισμός τηλεφωνημάτων που τον διαψεύδουν. Μια ιδιοκτήτρια ενός μπαρ της πόλης ισχυρίζεται ότι ο καθηγητής το βράδυ εκείνο μπεκρούλιαζε στο μαγαζί της, ο καταγγελλόμενος ως όργανο της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος με σοβαρό και μη επιδεχόμενο αντίρρηση ύφος τούς απειλεί ότι θα τους μηνύσει, γιατί αναφέρουν το όνομά του χωρίς αποδείξεις…Υποστηρίζει μάλιστα ότι είναι ένας αξιοσέβαστος επιχειρηματίας με πλήθος υπαλλήλων…Και τη χαριστική βολή τη ρίχνει ένας ακόμη θεατής : «Τότε περνούσαμε καλύτερα!». Ο παρουσιαστής πανικοβάλλεται και πασχίζει να κλείσει όπως-όπως την εκπομπή. Χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον άλλο προσκεκλημένο του να αναπτύξει με λεπτομέρειες τη θέση του (ότι δεν διαδήλωσε νωρίτερα γιατί … ζήλευε παθολογικά τη γυναίκα του…).
Η ατμόσφαιρα που αποπνέει η ασήμαντη ρουμανική πόλη είναι θλιβερή («με τους λερούς και ασήμαντους δρόμους» της, τους γεμάτους λάσπη και λακκούβες, με τα άθλια εσωτερικά των μικροαστικών σπιτιών και τις νοικοκυρές να πασχίζουν με κάθε τρόπο να τα φέρουν βόλτα ). Τίποτε λοιπόν δεν άλλαξε από τότε, κι ας πέρασαν δέκα έξι ολόκληρα χρόνια… Ή μάλλον κάτι άλλαξε: κάποιοι μπορούν να αποχτούν τώρα πανάκριβες λιμουζίνες που «πιάνουν» τα διακόσια χιλιόμετρα και διαθέτουν θερμαινόμενα καθίσματα… Ευτυχώς που το τελευταίο αργό πλάνο της ταινίας μας επιτρέπει να ανασάνουμε με ανακούφιση: αρχίζει να χιονίζει. Αργά και αθόρυβα. Και τα φώτα στους δρόμους και τις πλατείες ανάβουν σιγά-σιγά και διακριτικά. «Δεν τ’ αφήνετε αυτά, να βγείτε να απολαύσετε το χιόνι;» θα σημειώσει η τελευταία ακροάτρια του καναλιού…
Η ταινία, από όσο γνωρίζουμε, δε βγήκε στην ελληνική αγορά. Δεν διαθέτει, βλέπετε, τίποτε το… οσκαρικό. Προβλήθηκε στο 47ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης («Ματιές στα Βαλκάνια») στις 21 Νοεμβρίου 2006. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της Corneliu Porumboiu γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1975. Η συγκεκριμένη ταινία, κέρδισε τη χρυσή κάμερα στο φεστιβάλ των Κανών του 2006. Ευτυχώς που υπάρχουν και τα ψηφιακά κανάλια της ΕΤ και μας τη θύμισαν. Αυτά που γνωρίζουν τελευταία εμφανείς τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ταραγμένοι Καιροί

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΒΟΣΝΙΑ
ΙVO ANDRIC
ΤΑΡΑΓΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ (διηγήματα)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΒΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2002 σελ. 312

Ο Σερβοβόσνιος συγγραφέας Ivo Andric (1892-1975), γεννημένος κοντά στο Travnic της Βοσνίας (βραβείο Νόμπελ το 1961), θεωρείται από πολλούς ο πιο σημαντικός πεζογράφος των Βαλκανίων. Στον προσωπικό μας ιστότοπο έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν με το αριστούργημά του «Το Γεφύρι του Δρίνου», καθώς και με τη νουβέλα του «Η Δεσποινίδα».

Τα διηγήματα της συλλογής «Ταραγμένοι Καιροί», πρωτοδημοσιευμένα μέσα στην τριακονταετία 1924-1953, αναπλάθουν τα όντως ταραγμένα χρόνια αυτής της πολύπαθης πολυπολιτισμικής περιοχής- η οποία μέσα σε μια γενιά πέρασε από τη σουλτανική κατοχή στην αυστριακή και τέλος στη σερβική- με μια μοναδική δύναμη και ενάργεια και αποτελούν τις πρώτες απόπειρές του συγγραφέα να ασχοληθεί με θέματα και χαρακτήρες, που θα τον απασχολήσουν αργότερα στα μυθιστορήματά του.
Σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, κάθε είδους φανατικοί της ανεξάρτητης πια Βοσνίας ασελγούν καθημερινά πάνω στην προτομή του, τη στημένη στο εμβληματικό γεφύρι του Δρίνου…
Η συλλογή περιλαμβάνει δεκατέσσερα διηγήματα (δυστυχώς δεν αναφέρεται ο χρόνος και το έντυπο, όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το καθένα), στα οποία ξεδιπλώνεται η πολυεθνική και πολυθρησκευτική κοινωνία της Βοσνίας με αξιοπρόσεκτο κριτικό πνεύμα, αλλά και με μια πασίδηλη συμπάθεια του συγγραφέα προς όλους τους ήρωές του.
Στο διήγημα «Ταραγμένοι καιροί», απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής, παρακολουθούμε το βίο και την πολιτεία ενός ανάπηρου τοκογλύφου, του Κάσντα –Γέβρεμ. Την καπατσοσύνη του, τη σκληρότητά του, καθώς επιβάλλει το επάγγελμά του, αλλά, από κάποια στιγμή, και το ασίγαστο πάθος του για μια δεκαπεντάχρονη αδέσποτη γυφτοπούλα που τον υπηρετεί… Στην «Εξομολόγηση» το θάνατο του χαϊντούκου (κλέφτη) Ρόσια, ο οποίος, κυνηγημένος από τους Τούρκους και καθώς αισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει, εξομολογείται στο μοναχό φρα-Μάρκο, ένα τρομαχτικό αμάρτημα, τόσο τρομαχτικό, που μένει αδιευκρίνιστο… Στο «Ρακοκάζανο» ο Andric μας ξετυλίγει ανάγλυφη τη δύναμη του κακού, εκείνου που συχνά διαπράττεται χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Στο «Γεφύρι της Ζιέπα», προανάκρουσμα του «Γεφυριού του Δρίνου», το βάρος πέφτει στον ευεργέτη ιδρυτή του γεφυριού και εξωμότη βεζίρη Γιουζούφ και στα διλήμματά του. Στο «Όνειρο κάτω από τη Βελανιδιά» συμπάσχουμε με τον αθώο και κακόμοιρο χωριάτη Βίτομιρ, που μόνο στο όνειρό του κατορθώνει να δει στον ήλιο μοίρα… Στην «Κουβεντούλα» ο χωριάτης Άβντιτς που έχει στην τσέπη του μόνο δυο ακτσέδες (υποδιαίρεση του τουρκικού παρά), προβληματίζεται που δεν μπορεί ν’ αγοράσει μ’ αυτούς μισή οκά αλάτι κι ένα αλειμματοκέρι που τόσο τα χρειάζεται. Και καταλήγει: «Ή ο θεός δε μοίρασε σωστά το χρήμα στον κόσμο ή δε μοίρασε σωστά τα κεριά και το αλάτι και όλα τα’ άλλα χρειαζούμενα!». Στα «Βουνά του Ρζαβ» παρακολουθούμε τις σαρωτικές αλλαγές που γνώρισαν τα χωριά της περιοχής κατά την προσάρτηση της Βοσνίας στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, μετά το συνέδριο το Βερολίνου. "Ώσπου κατέφτασαν οι δικοί μας (οι Σέρβοι) και ξαναβρήκαν τα βουνά την πρότερή τους γαλήνη και μακαριότητα". Και στους «Μπέηδες του Ρούντο» παρόμοιο το θέμα. Αλλά από την πλευρά των μουσουλμάνων. Ζούμε τον προβληματισμό των μπέηδων ενός ορεινού χωριού μπροστά στην επικείμενη επέλαση του αυστριακού στρατού. Είναι τάχα προτιμότερο να αντισταθούν και να πεθάνουν για τη μόνη αληθινή πίστη ή ν’ αφήσουν το στρατό να περάσει, καθώς «η αυτοκρατορία του σουλτάνου είναι απέραντη και θα τον σταματήσουν κάπου αλλού»; Από «Τα Τρία Παιδιά» πάλι παίρνουμε μια γεύση της πολυθρησκευτικής και πολυεθνικής κοινωνίας του Σεράγεβου τη μέρα της επίσκεψης στην πόλη ενός ζευγαριού υψηλών προσώπων από τη Βιέννη. Στο «Κιλίμι» η «μπάμπα Κάτα» αναπολεί ένα περιστατικό από τα παιδικά της χρόνια που είχε ξεχάσει: μετά την είσοδο του αυστριακού αυτοκρατορικού στρατού στην πόλη ένας μεθυσμένος στρατιώτης τους πρόσφερε ένα πανέμορφο χαλί, λάφυρο από τουρκικό σπίτι ή τζαμί για λίγο ρακί. Οι γονείς της αρπάζουν την ευκαιρία. Η ανάπηρη γιαγιά της όμως σηκώνεται μέσα στη νύχτα και απαιτεί από το ζευγάρι να το πετάξουν! Στις διαμαρτυρίες του γιου της «πόλεμο έχουμε μάνα!» η απάντησή της σπάει κόκαλα: «Τι πόλεμο μπρε…Ακόμη δεν πρόλαβε να μπει ο αυστριακός στρατός και συ βιάστηκες ν’ απαρνηθείς εκείνο το χράμι που πάνω του γεννήθηκες και που ο πατέρας σου αγόρασε με την τίμια δουλειά του!..» Και με την «Απεργία στο Υφαντήριο» ο Άντριτς μας διηγείται την εξέλιξη που πήρε η πρώτη απεργία από καμιά ογδονταριά υφάντριες στο Δημόσιο Υφαντήριο του Σαράγεβου. Οι υφάντριες κλείνονται όλες στη φυλακή , αλλά αναστατώνουν την πόλη με το τραγούδι τους, που κάθε άλλο παρά επαναστατικό είναι, καθώς μιλάει γι μια τρυφερή ερωτική σκηνή… Με την «Πρόβα» ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει την ευπρέπεια και το ιδιότυπο πρωτόκολλο που τηρούνταν απαρέγκλιτα στις πάσης φύσεως συναθροίσεις της εκκλησιαστικής αρχής: ο αβάς Γκργκο σκοπεύει να καλέσει σε επίσημο δείπνο καμιά δεκαπενταριά προύχοντες της πόλης. Τον προβληματίζει όμως το γεγονός ότι αναγκαστικά πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτό κι ο φίλος του φρα-Σέραφιν, αμετανόητος γλεντοκόπος και πολυλογάς, που μπορεί να τα κάνει θάλασσα. Αποφασίζει λοιπόν την παραμονή να οργανώσει μια… πρόβα του δείπνου με τη συμμετοχή του φίλου του… Η συνέχεια είναι συναρπαστική. Στην «Ιστορία του Κολίγου Σιμάν», ο ομώνυμος ήρωάς της αποφασίζει μετά την είσοδο των Αυστριακών στη Βοσνία να μη δώσει το καθιερωμένο «γήμορο» στον Τούρκο τσιφλικά Ίμπραγκα. Με το στενό του το μυαλό είναι βέβαιος πως δεν θα ισχύουν πια τα τουρκικά «ζακόνια»… Γελιέται οικτρά όμως. Θα συρθεί στην αυστριακή αστυνομική διοίκηση και θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το τσιφλίκι και να περιπέσει στην έσχατη ένδεια. Δεν το βάζει κάτω όμως . Οραματίζεται μια εποχή που οι καιροί θα τα φέρουν τα πάνω κάτω. Μόνο που ο ίδιος δυστυχώς έτυχε να ζει πολύ πιο πριν. Σαν τον κόκορα που είχε ο πατέρας του και λαλούσε κάθε πρωί μια ώρα πριν από όλα τα άλλα κοκόρια κι αναστάτωνε τους πάντες. Κι ο πατέρας του τον έσφαξε… Και τέλος το «Γράμμα από το 1920» (χρονιά ίδρυσης της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας) ο Βόσνιος νομπελίστας συνθέτει ένα αριστοτεχνικό δοκίμιο για το κρυφό μίσος που διαπερνάει όλους τους κατοίκους της Βοσνίας, με τα τέσσερα θρησκεύματα και τις διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες των κατοίκων της…Ένα μίσος που προοιωνίζεται θαρρείς την εβδομήντα χρόνια νεότερη σφαγή της Σρεμπρένιστα … Ένα χρονικό λοιπόν των ταραγμένων καιρών αυτής της πολύπαθης γιουγκοσλαβικής επαρχίας , της οποίας οι κάτοικοι είναι αδύνατο να αρθούν πάνω από τα «ζακόνια και τις γραφές» που αποτελούσαν και ίσως αποτελούν , σύμφωνα με τον ποιητή, τις κορφές της ανθρώπινης συμβίωσης και συνύπαρξης. Καθώς, οι άλλες «κορφές» που δοκιμάστηκαν, κατέρρευσαν πριν καν εδραιωθούν.