Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Πότε πήραμε την Κάτω Βόλτα;


ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΠΕΡΟΥ
MARIO VARGAS LLOSA
ΠΟΤΕ ΠΗΡΑΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΩ ΒΟΛΤΑ;
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΤΑΣΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ
ΑΘΗΝΑ 2002
σελ. 464

Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας με τον τίτλο Conversacion a la Catedral (Κουβέντα στο καπηλειό Κατεντράλ) εκδόθηκε το 1962. Ο Vargas Lliosa βρίσκει την ευκαιρία, σ’ αυτή την τετράωρη συνομιλία, ανάμεσα στο δημοσιογράφο Σαντιάγο Σαβάλα και στο νέγρο Αμβρόσιο, που κάποτε υπήρξε σοφέρ του αριστοκράτη πατέρα του, να σκιαγραφήσει με αριστοτεχνικό τρόπο την ιστορία του Περού στα χρόνια της δικτατορίας του Οδρία (1948-1956). Η ευρηματική απόδοση του τίτλου «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα» από τη μεταφράστρια του έργου, έρχεται να προστεθεί στις γενικότερες αρετές της μετάφρασης: τη σαφήνεια, τη δυναμική και τον πλούτο του λεξιλογίου. Η μεταφράστρια αποδίδει στα ελληνικά, για δικούς της λόγους, το όνομα του συγγραφέα σε "Γιόσα".

Ο Περουβιανός νομπελίστας αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, μετρ στη χρήση του διαλόγου, ενός διαλόγου βέβαια που δεν έχουμε συνηθίσει να απολαμβάνουμε στη μυθιστορία, καθώς ο σκόπιμος συμφυρμός παράλληλων επιπέδων στην παράθεσή του στην αρχή μας ξαφνιάζει και στη συνέχεια απαιτεί την αδιάσπαστη εγρήγορσή μας. Μάλιστα σε κάποια σημεία του έργου, αυτός ο συμφυρμός επεκτείνεται και στην περιγραφή. Αυτή η υφολογική αντίληψη βέβαια, σύντομα καταντά μανιέρα και παύει να συναρπάζει…
Μέσα από αυτόν το διάλογο αναδύεται τουλάχιστον μια εκατοντάδα «λιμένιων» (κατοίκων της Λίμας) χαρακτήρων: φιλόδοξοι και διεφθαρμένοι στρατιωτικοί, αδίσταχτοι γαιοκτήμονες και αστοί αριστοκράτες, εργάτες οργανωμένοι σε ημιπαράνομα σωματεία, αγωνιστές φοιτητές, υπηρέτες, χαφιέδες, πόρνες , αλλά και φιλόδοξες καλλονές που εκδίδονται προς το ζην. Όλοι αυτοί διαπλέκονται μέσα στο χώρο και στο χρόνο σ’ ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι και φωτίζουν με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο, καθώς πολύχρωμες ψηφίδες, μια κρίσιμη για την ιστορία του Περού εποχή ιχνηλατώντας προφανώς και τα προσωπικά βιώματα του έφηβου τότε συγγραφέα.
Μέσα από τη δράση αυτών των χαρακτήρων, πληροφορούμαστε για το χαρακτήρα και τις διασυνδέσεις των πολιτικών σχηματισμών του Περού εκείνης της εποχής: του παράνομου κομουνιστικού κόμματος της χώρας, της προοδευτικής APRA (αντίστοιχης με την ΕΔΑ της χώρας μας την ίδια εποχή), το ρόλο βορειαμερικανικών εταιρειών που θησαυρίζουν από τις αναθέσεις έργων, τη διαφθορά των υπουργών του καθεστώτος, οι οποίοι τη μέρα εργάζονται για τα «εθνικά ιδανικά της χώρας» και τη νύχτα με τη συνοδεία τραμπούκων αλωνίζουν τα πολυάριθμα μπουρδέλα της πρωτεύουσας για να εισπράττουν τη μίζα τους…
Και την ίδια στιγμή, άτομα όπως ο Σαντιάγο Σαβάλα, που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα, αηδιασμένα από τα όσα συμβαίνουν γύρω τους, εγκαταλείπουν την ασφάλεια και τη χλιδή της πατρικής εστίας και, αδιαφορώντας για την κοινωνική τους ανέλιξη και το χρήμα, αναλώνονται με τον τρόπο τους στην υπηρεσία των ιδανικών τους. Παντού και πάντοτε τα ίδια…