Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Ο Τελευταίος Γενίτσαρος

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


ΤΟΥΡΚΙΑ
REHA CAMUROGLU
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΑΝΟΣ ΖΑΡΑΓΚΑΛΗΣ
ΟΛΚΟΣ 2001
σελ. 364


Ο Τούρκος ιστορικός και μυθιστοριογράφος Ρεχά Τσαμούρογλου (γεννημένος στην Πόλη το 1958), βουλευτής σήμερα του κόμματος της Δικαιοσύνης, με πτυχίο ιστορίας από το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου και επισκέπτης-καθηγητής σε γερμανικά πανεπιστήμια, έχει τιμηθεί στην Τουρκία με το βραβείο του καλύτερου μυθιστορήματος για το 2001.
Στον «Τελευταίο Γενίτσαρο», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 2000, καταπιάνεται με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εγχείρημα: να μας περιγράψει ανάγλυφα μέσα από τη μυθιστορηματική πλοκή του έργου του, τη ζωή, καθώς και τις θρησκευτικές και πολιτικές αντιλήψεις του τάγματος των γενιτσάρων από το 1770 ως την εξόντωσή τους από την κεντρική εξουσία το 1826. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ζουν και κινούνται οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, εντελώς αυτόνομα όμως, χωρίς δηλαδή να δίνεται η εντύπωση στον αναγνώστη ότι κρατάει στα χέρια του κάποιο ιστορικό δοκίμιο. Είναι γνωστό ότι το σώμα των γενιτσάρων συστήθηκε κατά τον ΙΔ’ αιώνα από τον σουλτάνο Ορχάν και αποτελούσε στην αρχή μια μορφή παιδομαζώματος από τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ρούμελης. Οι γενίτσαροι, σκληρά εκπαιδευμένοι, και με ιδιαίτερα οικονομικά και κοινωνικά προνόμια, αποτέλεσαν τον κύριο μοχλό της εξάπλωσης του σουλτανάτου ως την κεντρική Ευρώπη (ΙΖ’ αι.), αλλά με τον καιρό αυτονομήθηκαν ιδεολογικά, καθώς οι σουλτάνοι υποχρεώθηκαν από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης να παραχωρήσουν μια σειρά από προνόμια στους χριστιανούς υπηκόους τους, πολιτική που έβρισκε αντίθετο το στρατιωτικό αυτό σώμα. Έτσι, την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία μας, οι γενίτσαροι έχουν εξελιχθεί σε μέγα πρόβλημα για την Υψηλή Πύλη, καθώς συχνά-πυκνά σήκωναν κεφάλι και αντιδρούσαν σε πολλά διατάγματά της.
Η πλοκή του έργου έχει ως αφετηρία το 1769 και την αιχμαλωσία του Πέτρου, γιου του Μιχαήλ και στρατιώτη της τσαρίνας Αικατερίνης, από τούρκους γενιτσάρους κατά τη διάρκεια μιας ρωσοτουρκικής σύγκρουσης στη Βεσσαραβία. Ο εικοσάχρονος αυτός στρατιώτης θα μεταφερθεί στην Ισταμπούλ (που λέγεται με σκόπιμη παραφθορά Ισλαμπούλ σ’ ολόκληρο το μυθιστόρημα), θα αλλαξοπιστήσει και θα υπηρετήσει σ’ όλη του τη ζωή ως Αμπντουλάχ το γενίτσαρο Αρίφ αγά που τον αιχμαλώτισε. Καθώς μάλιστα η γυναίκα του γέννησε εκείνες της μέρες κι ένα γιο, ο Αριφ Αγάς θεωρώντας το γεγονός αυτό θεϊκό σημάδι, υιοθετεί τον νέο του σκλάβο και τον παντρεύει με την κόρη του.
Με αφηγητές λοιπόν πότε τον Αμπντουλάχ (στο βιβλίο αναφέρεται ως «Ξανθός αγάς) και πότε τον ενήλικο πια γιο του αφέντη του, τον Σαμπίτ, θα παρακολουθήσουμε τα πιο σημαντικά συμβάντα που διαδραματίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τη νύχτα της 26ης Ιουνίου 1826, που συντελέστηκε η αποτρόπαιη σφαγή του τάγματος των γενιτσάρων από το σουλτάνο Μαχμούντ. Όμως αυτά τα γεγονότα (πυρκαγιές, ομηρικές συγκρούσεις των γενιτσάρων με άλλα στρατιωτικά σώματα) λειτουργούν ως καθαρή μουσική υπόκρουση στο στήσιμο των χαρακτήρων του έργου. Χαρακτήρες που περιγράφονται αδρά και πειστικά με τις ιδιαιτερότητες και τις μεταξύ τους συγκρούσεις. Παίρνουμε μια ιδέα από τις εκστρατείες των γενιτσάρων και τις μάχες που έδωσαν με τους αυστριακούς στα εδάφη των Αψβούργων, αλλά και τη συμμετοχή τους στην αντιμετώπιση των εθνικιστικών κινημάτων της Σερβίας και της Ελλάδας. Αξίζει να σημειωθεί λ.χ. ότι παρακολουθούμε, από την τουρκική πλευρά πάντα, την πολιορκία, αλλά και την έξοδο του Μεσολογγίου, με ιδιαίτερο σεβασμό είναι αλήθεια (ίσως και θαυμασμό), χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις.
Στο επίπεδο της περιγραφής των χαρακτήρων του έργου διαπιστώνουμε τον ομαλό εγκλιματισμό του Αμπντουλάχ σε μια νέα ζωή που ελάχιστα θυμίζει την παλιά του. Βέβαια κάποιες στιγμές τον τυραννάει μια αυτονόητη νοσταλγία για την τελευταία, αλλά χωρίς ιδιαίτερες πιέσεις δέχεται να υπηρετήσει τη μουσουλμανική πίστη, γεγονός που του εξασφαλίζει μια άνετη και αξιοπρεπή ζωή που είναι αμφίβολο αν θα την είχε στην πατρίδα του. Ο αφέντης του πάλι, ο τσορμπατζής Αρίφ αγάς, αγωνίζεται ως το θάνατό του για το δόγμα των Μπεκτασήδων, που είναι το κυρίαρχο μουσουλμανικό δόγμα των γενιτσάρων, καθώς και για την υπεράσπιση τηςν ιδεολογικής θέσης του τάγματος. Όσο για το γιο του, τον Σαμπίτ, που γρήγορα ανέρχεται στα πιο ψηλά αξιώματα της ιεραρχίας του τάγματος, διαπιστώνουμε ότι αγνοώντας τις νέες ιστορικές συνθήκες, αρνείται να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικόητα, όταν ακόμη και το μουσουλμανικό ιερατείο, που παραδοσιακά στήριζε το τάγμα, συντάσσεται με την πλευρά της κεντρικής εξουσίας. Έτσι θυσιάζεται για μια χαμένη υπόθεση. Είναι ο τελευταίος γενίτσαρος… Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος των γυναικείων χαρακτήρων, περιθωριακός, όπως ταίριαζε στη μουσουλμανική κοινωνία της Πόλης, ελάχιστα συμβάλλει στην οικονομία του έργου.
Το μυθιστόρημα εκδίδεται «με την υποστήριξη του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού» (Αλήθεια μια παρόμοια υποστήριξη παρέχεται σε αντίστοιχες ελληνικές εκδόσεις;)

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Η Γαλάζια Ώρα

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΠΕΡΟΥ
ALONSO CUETO
Η ΓΑΛΑΖΙΑ ΩΡΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ :
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2010 (σελ. 344 )

Η ιστοσελίδα έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το πολιτιστικό υπέδαφος της Λατινικής Αμερικής παραμένει ακόμη ανεκμετάλλευτο –σε αντίθεση με το ορυκτό. Μόνο που οι Ευρωπαίοι και οι Βορειοαμερικανοί φιλότεχνοι έχασαν πια από καιρό εκείνες τις κεραίες και τα ανακλαστικά που θα τους επέτρεπαν να το εντοπίσουν. Έτσι παραμένει άγνωστο ένα πλήθος από λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα του Μεξικού, της Χιλής, της Κολομβίας και του Περού και πολλών άλλων χωρών, με ελάχιστες εξαιρέσεις (όρα Gabriel Garcia Marqez και Isabelle Allende).
Ο Αλόνσο Κουέτο, γεννημένος στη Λίμα του Περού το 1954, έχει γράψει πάνω από δεκαπέντε μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Σήμερα δημοσιογραφεί και διδάσκει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Λίμας (sic). Με τη «Γαλάζια Ώρα» (2005) δεν εισάγει καινά θεματικά δαιμόνια, ούτε πασχίζει να μας παγιδέψει με ένα επιτηδευμένα ρηξικέλευθο ύφος. Απλώς αντλεί το θέμα του από την ταραγμένη πρόσφατη περίοδο της ιστορίας της χώρας του, όπου οι μαοϊκοί «τρομοκράτες» του Σεντέρο Λουμινόσο (Φωτεινό μονοπάτι) επιδίδονταν χρόνια ολόκληρα σε ομαδικές σφαγές του πληθυσμού της υπαίθρου (παράβαλε ερυθρούς Χμερ της Καμπότζης) και παράλληλα οι «εθνικιστές» στρατιώτες τους συναγωνίζονταν σε αγριότητα. Η τεχνική της αφήγησής του είναι κι αυτή πασίγνωστη: κυκλική χωρίς επιστροφές. Το έργο βέβαια, κάθε άλλο παρά ανήκει στη λεγόμενη «στρατευμένη λογοτεχνία» . Ο Κουέτο, βλέπει από απόσταση τα γεγονότα που αφηγείται και δε χαρίζεται σε κανέναν. Μόνο για τους άμοιρους ινδιάνους των ορέων, τους απογόνους των Ίνκας, που σφαγιάστηκαν άγρια, τόσο από τους επαναστάτες όσο και από τους τηρητές του νόμου και της τάξης, ψυχοπονάει.
Ο Αντριάν Ορμάτσε διευθύνει συνεταιρικά ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο στη Λίμα. Δεν του λείπει τίποτε (μόνο η λύπη, για να θυμηθούμε γνωστό ποιητή μας). Παντρεμένος με την ωραία και εύπορη Κλάουντια, με δυο χαριτωμένες κόρες που φοιτούν σε ιδιωτικό σχολείο, με ένα σπίτι πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων, μια γραμματέα εξυπηρετική που την εμπιστεύεται και μια ζωή γεμάτη ανέσεις. Βρίσκεται στη μια όχθη του ποταμού, πάντα στην ίδια, από τότε που γεννήθηκε, και ούτε που μπορεί να φανταστεί τι συμβαίνει στην άλλη. Και το δράμα του ξεκινάει από τη στιγμή που πληροφορείται ότι ο πεθαμένος εδώ και χρόνια πατέρας του, αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού όσο ζούσε, υπήρξε αρχιβασανιστής σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως «τρομοκρατών» μιας δυσπρόσιτης περιοχής της χώρας. Αυτό δεν μπορεί να το ανεχτεί. Αν μαθευτεί θα αποτελέσει νάρκη στα θεμέλια της οικογενειακής του ευτυχίας. (Τα γεγονότα εξελίσσονται σε μια περίοδο αντίστοιχη της δικής μας μεταπολίτευσης. Το «Φωτεινό Μονοπάτι» έχει διαλυθεί κι ο ηγέτης του βρίσκεται στη φυλακή). Και καθώς έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του, που υπεραγαπούσε , μια σειρά από κανόνες ηθικού δικαίου, αποφασίζει να ερευνήσει τα γεγονότα (μια απόφαση μαζοχιστική, καθώς μέσα του ξέρει πού μπορεί να τον οδηγήσει).
Και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να επιχειρήσει ένα ταξίδι στη μακρινή και δυσπρόσιτη περιοχή, όπου είχε υπηρετήσει ο πατέρας του, ο οποίος, φαίνεται ότι είχε μια ερωτική σχέση με μια δεκαεφτάχρονη κρατούμενη, πού κατόρθωσε να το σκάσει από το στρατόπεδο κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες. Φτάνει λοιπόν στην επαρχία αυτή χρησιμοποιώντας τα πιο απίθανα μεταφορικά μέσα κι εκεί έκπληκτος ανακαλύπτει ότι βρίσκεται πια σ τ η ν ά λ λ η ό χ θ η…
Οι ελάχιστοι κάτοικοι που έχουν απομείνει ζουν και κινούνται με τη σκέψη των δικών τους, αυτών που έχουν χάσει, διαρκώς στο μυαλό τους. Ο οδηγός που τον έφερε στο στρατόπεδο σταματάει στη μέση μιας κοιλάδας… Εδώ άφηναν τα πτώματα, του λέει . Κατά εκατοντάδες. Στη μια πλευρά οι τρομοκράτες και στην άλλη ο στρατός. Βασανισμένα κατακρεουργημένα. Κάποιος έκανε το λογαριασμό: αν τα έβαζες το ένα δίπλα στο άλλο, θα έφταναν να κάνεις εκατό φορές το γύρο του μεγάλου γηπέδου της πόλης… Συναντάει τον ιερέα της ενορίας. Μια συνάντηση που δίνεται με υποδειγματικά λιτό τρόπο. Όλοι οι κάτοικοι έρχονται σ΄ αυτόν για να του μιλήσουν. Κι αυτός τους ακούει, τους ακούει. «κι όταν εκείνοι φεύγουν, εγώ μένω, μόνος και κλαίω όσο περισσότερο μπορώ, κύριε…» Εκεί μαθαίνει ότι οι νύχτες στα χωριά της περιοχής εκείνα τα χρόνια ήταν κόλαση. Πότε οι τρομοκράτες και πότε ο στρατός ορμούσαν στα σπίτια, έσπαζαν τις πόρτες και άρπαζαν οποιονδήποτε «για να τον ανακρίνουν». Και κατά κανόνα αυτόν οι δικοί του τον έχαναν για πάντα. Ιδίως τα όμορφα κορίτσια (εδώ την αποκλειστικότητα την είχε ο στρατός). Τα κουβαλούσαν στο στρατόπεδο και τα παρέδιναν στους αξιωματικούς τους. Κι εκείνοι, αφού τα «ανέκριναν» με τον τρόπο που εύκολα μπορούμε να φανταστούμε, τα έδιναν στους στρατιώτες. Κι εκείνοι, για να γλεντήσουν όσο περισσότερο γινόταν, τους υπόσχονταν ότι θα τα άφηναν ελεύθερα, αν έκαναν ό τι τους ζητούσαν. Και στο τέλος μια σφαίρα στο σβέρκο. Όπως σκότωναν τα μοσχάρια…
Έτσι ο ήρωάς μας ανακαλύπτει ξαφνικά ότι τίποτε δεν τον συνδέει πια με την οικογένειά του, τους συγγενείς του, τους συνεργάτες του. Κι αυτοί δεν ξέρουν τι να υποθέσουν. Ενώ ο ίδιος, αφήνοντας σύξυλους τους μεγάλους πελάτες του, τη γυναίκα και τις κόρες του βάζει πια σκοπό της ζωής του να συναντήσει τη Μύριαμ, την κοπέλα που, έγκυος κατά μια πληροφορία, το είχε σκάσει από το κολαστήριο του πατέρα του, …
Πού τάχα θα τον οδηγήσει αυτή η αδιέξοδη πορεία που έχει επιλέξει; Τι θα μάθει για τον πατέρα του, πώς θα εξιλεωθεί ο ίδιος; Εδώ ο συγγραφέας επιλέγοντας την απλή αφήγηση, χωρίς τους γνωστούς αφορισμούς της σύγχρονης επιστήμης της ψυχολογίας, χειρίζεται άψογα το υλικό του. Χωρίς απροσδόκητες ανατροπές παρακολουθεί τον ήρωά του στην πορεία του προς την αυτοσυνειδητοποίηση με ένα τρόπο ψυχρό και απόμακρο , χωρίς συμπάθεια, ούτε όμως και ψόγο… Και τα ερωτήματα που πηγάζουν απ΄ αυτήν την πορεία είναι αμείλικτα: υπάρχει περίπτωση επιστροφής του στις παλιές «καλές μέρες»; Κι αν δεν υπάρχει πού θα οδηγηθεί ο ίδιος; Ο Αλόνσο Κουέτο δεν δραματοποιεί τα γεγονότα. Η «κορύφωση» που ίσως μέσα του περίμενε ο αναγνώστης δεν είναι στις προθέσεις του. Κι αυτό ίσως είναι η πιο σπουδαία κατάκτηση της δουλειάς του.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Η Χρονιά της Ερήμου



ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
PEDRO MAIRAL
Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΝΗΤΟΥ
ΠΟΛΙΣ 2010

σελ. 358

Η Μαρία Βαλντές Νέιλαν, μια εικοσιτριάχρονη γραμματέας της εταιρείας επενδύσεων «Σουάρες & Μπαϊτος», στο Μπουένος Άιρες, αρχίζει μια ακόμη μέρα εργασίας. Ξεκινάει με το τρένο από τη συνοικία Μπεκάρ, όπου κατοικεί με τον πατέρα της, και φτάνει στο κέντρο της πόλης , στο εντυπωσιακό πολυώροφο κτίριο, όπου και η έδρα της πολυεθνικής επιχείρησης. Γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε ότι κάτι παράδοξο συμβαίνει: τα τηλέφωνα σπάνια χτυπούν, η τηλεόραση δεν λειτουργεί, οι υπολογιστές στα γραφεία παίζουν μόνο διακοσμητικό ρόλο και τα έγγραφα γράφονται πια σε παλιές γραφομηχανές. Και στους δρόμους πανδαιμόνιο. Διαδηλώσεις, πορείες, λεηλασίες, καταστροφές. Και μια είδηση να αιωρείται επίφοβη στον αέρα: «Η Κοσμοχαλασιά είναι πια κοντά!». Ο φίλος της Αλεχάντρο Περέιρα δεν εμφανίζεται στο ραντεβού τους. Προφανώς βρίσκεται ανάμεσα στους διαδηλωτές…
Έτσι αρχίζει το εφιαλτικό χρονικό της Μαρίας, που θαρρείς δε συμβαίνει στον κόσμο αυτόν , αλλά σ’ έναν άλλο, φανταστικό και εξωπραγματικό. Ο Πέδρο Μαϊράλ, εμπνευσμένος από την πρόσφατη οικονομική και κοινωνική κρίση της Αργεντινής, παρακολουθεί την ηρωίδα του στην προοδευτική εξαθλίωσή της και την επιστροφή της σε μια προ-πολιτισμική εποχή, όπου τίποτε δεν λειτουργεί όπως το ξέρουμε. Μόνο τα ένστικτα της επιβίωσης και της ερωτικής έλξης. Αρχές, ηθικές αξίες, καθημερινές συνήθειες, όλα έχουν ανατραπεί και οι συμπεριφορές των ανθρώπων είναι απρόβλεπτες. Συμμορίες πεινασμένων και απελπισμένων χωρικών επελαύνουν ακάθεκτες προς το κέντρο της πρωτεύουσας, της οποίας οι κάτοικοι, για να αμυνθούν, μετατρέπουν τις πολυκατοικίες σε απόρθητα φρούρια….Η ύπαιθρος πέφτει σε μια προοδευτική απερήμωση. Τα πάντα καταστρέφονται, ισοπεδώνονται: αγροί, κτίρια, δρόμοι από τη μια μέρα στην άλλη δεν αφήνουν ούτε τα ίχνη τους. Και το κακό ολοένα πλησιάζει στο κέντρο της πόλης. Τα τρόφιμα μεταφέρονται με ελικόπτερα στις ταράτσες των κτιρίων και μοιράζονται με συσσίτια. Και οι ένοικοι αναγκάζονται να επικοινωνούν μεταξύ τους με υπόγεια τούνελ ή κρεμαστές γέφυρες… Οι ηλικιωμένοι μεταφέρονται σωρηδόν στα νοσοκομεία και οι περισσότεροι πολύ γρήγορα πέφτουν σε κώμα… Και το παράξενο είναι ότι όλοι κρατούν σφιχτά στο χέρι τους το… τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Και μόνο όταν πατάει κάποιος τα κουμπιά του, δείχνουν να συνέρχονται… Και όλοι τρέμουν για το τι θα συμβεί αν κατά λάθος πατήσουν το OFF.
Και η Μαρία για να επιβιώσει, καθώς ούτε λόγος να ξαναγυρίσει στη δουλειά της, γίνεται νοσοκόμα, πόρνη στο λιμάνι του Μπάχο και στο τέλος καταφεύγει στις ξεχασμένες προκολομβιανές φυλές της ζούγκλας, όπου ο πολιτισμός με την καθιερωμένη του έννοια είναι άγνωστος. Εκεί πληροφορείται ότι ο φίλος της, πασίγνωστος και ηρωικός ηγέτης των επαναστατών, έπεσε μαχόμενος (για ποιον και γιατί;) και , ενώ έχει αρχίσει να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, υποχρεώνεται κάτω από τραγικές συνθήκες να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, όπου το μόνο κτίριο που έχει μείνει όρθιο είναι το οχυρωμένο πια κτίριο της δουλειάς της, Μέσα του έγκλειστοι οι υπάλληλοι και τ’ αφεντικά ζουν την έσχατη εξαθλίωση: για να επιζήσουν καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλον… Και η Μαρία , σαν σε όνειρο κατορθώνει να αποδράσει και να επιβιβαστεί σ’ ένα πλοίο, που θ’ ανοιχτεί στον Ωκεανό, όπου τίποτε πια δεν είναι ορατό: μόνο θάλασσα κι ουρανός…
Ο Πέδρο Μαϊράλ εγκαταλείποντας τη ρεαλιστική αφήγηση και χρησιμοποιώντας κατά κόρον μια καλπάζουσα φαντασία στην περιγραφή των γεγονότων μας θυμίζει τους πίνακες του αναγεννησιακού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος, ή ακόμη του Σαλβατόρ Νταλί. Ο σκοπός του είναι προφανής: το έργο του λειτουργεί σαν μια πολιτική αλληγορία -μήπως και διδακτική; - για το μέλλον του πολιτισμού μας, για τον οποίο είμαστε περήφανοι. Μήπως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες γαλουχηθήκαμε για γενιές ολόκληρες και να εγκαινιάσουμε μια καινούρια αρχή;.