Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Μια ζωή γλυκιά και πικρή

 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
ΝΙΝΑ ΜΠΕΝΡΟΥΜΠΗ
ΜΙΑ ΖΩΗ ΓΛΥΙΚΙΑ ΚΑΙ ΠΙΚΡΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ 2004
σελ. 280

Η Νίνα Μπενρουμπή, κόρη των Σαλβατόρ και Λουσί Ρεβάχ (μετά το γάμο της το 1946 με τον Αλμπέρτο Μπενρουμπή, Νίνα Μπενρουμπή), γεννημένη στη Θεσαλονίκη το 1923, αποφασίζει, ογδοντάχρονη πια, να μας διηγηθεί την ιστορία της ζωής της, «Μια ζωή γλυκιά και πικρή» (και πάλι γλυκιά).  
Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτή η ζωή ελάχιστα θα ενδιέφερε τον σημερινό αναγνώστη, αν η ίδια η αφηγήτρια δεν είχε την  ατυχία να βιώσει στο πετσί της τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ιστορία της φυλής της και της πόλης μας  γενικότερα.
Τα πρώτα χρόνια μάλιστα της ζωής της, ως τα χρόνια της κατοχής, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά για τον θεσσαλονικιό αναγνώστη, καθώς αναπαρασταίνουν με ειλικρίνεια τη ζωή της εβραϊκής αστικής τάξης στα χρόνια του μεσοπολέμου με συχνές αναφορές στη ρυμοτομία της πόλης εκείνη την εποχή, στα ιδιωτικά σχολεία στα οποία φοιτούσαν οι γόνοι αυτής της τάξης, στα κέντρα που διασκέδαζαν και στα καταστήματα από τα οποία ψώνιζαν. Ο κάτοικος μάλιστα της ανατολικής Θεσσαλονίκης (ανάμεσα στις οδούς 25ης Μαρτίου και Ιταλίας (28ης Οκτωβρίου) θα βρει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ανάγνωσμα , καθώς η περιοχή αυτή, αγνώριστη σήμερα, τότε αποτελούσε μια ακμάζουσα εβραϊκή συνοικία.
Το σημείο όμως που διαβάζεται απνευστί είναι εκείνο που περιγράφει τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην πόλη μας, τα οποία και σηματοδότησαν το ξεκλήρισμα μιας ιδιαίτερα ανθηρής ως τότε εβραϊκής κοινωνίας. Η αφηγήτρια, εικοσάχρονη τότε, μας μιλά για τη σύλληψη ολόκληρης της οικογένειάς της, τον εγκλεισμό της στο γκέτο του Χιρς και στη συνέχεια τη μεταφορά της σε ειδική, προνομιούχα, πτέρυγα του στρατοπέδου Bergen Belsen, καθώς ολόκληρη η οικογένειά της ήταν εφοδιασμένη με ισπανικά διαβατήρια και η φρανκική Ισπανία αποτελούσε τον πιο πιστό σύμμαχο του Χίτλερ.
Από τον Φεβρουάριο του 1944  ως τον Νοέμβριο του 1945 η αφηγήτρια με την οικογένειά της συμμετέχει σε μια περιπετειώδη περιπλάνηση: Ισπανική Βαρκελώνη, στρατόπεδο της U,N.R.R.A. στο Μαρόκο, Γάζα Παλαιστίνης (υπό αγγλική κατοχή τότε), Τελ Αβίβ και τέλος επιστροφή στη γενέθλια γη.
Από το σημείο αυτό η αφήγηση χάνει το ενδιαφέρον της, καθώς περιορίζεται σε ανούσιες περιγραφές για τη διασπορά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της ευρύτερης οικογένειάς της, σε αναφορές για μετακομίσεις, γεννήσεις, γάμους και κηδείες των μελών της…
Ως τη νύχτα του σεισμού του 1978, ο οποίος περιγράφεται ως η πιο μεγάλη τραγωδία της ζωής της! (τι σου είναι ο άνθρωπος…) «Πέρασα έξι μήνες για να συνέλθω» και τέτοια. Κι αυτό γιατί στη Μηχανιώνα, κάποιος παππούς είχε προαισθανθεί την ολοκληρωτική καταστροφή της Θεσσαλονίκης! Ευτυχώς που φιλοξενήθηκε στο ξενοδοχείο Νεφέλη, στο Πανόραμα, για μήνες μετά το σεισμό…

Στην αφήγηση τα γεγονότα περιγράφονται με απόλυτη χρονολογική σειρά, χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις, στρογγυλεμένα κάπως, προφανώς για να μη θιγούν υπαρκτά πρόσωπα και ασφαλώς με τις απαραίτητες υπερβολές και αποσιωπήσεις που χαρακτηρίζουν ανέκαθεν κάθε απομνημονευτικό χρονικό.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Οι κατάσκοποι των Βαλκανίων

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
ALAN FURST
ΟΙ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2011
σελ. 432

Ο Άλαν Φερστ θεωρείται ο δημοφιλέστερος στη Δύση συγγραφέας κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων (Ο Κατάσκοπος της Βαρσοβίας). Νεοϋορκέζος, γεννημένος το 1941 στο Long Island, βραβεύτηκε με το βραβείο Fulbright το 1963 και ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Montpellier. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Παρίσι που το θεωρούσε κοιτίδα του πολιτισμού. Οι ήρωές του ζουν και κινούνται πάντα στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά προτίμηση σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Εδώ  καταπιάνεται με ένα θέμα που μας αφορά άμεσα: με  το κλίμα που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στα υπόλοιπα Βαλκάνια από την κήρυξη του πολέμου  της χώρας μας με την Ιταλία ως την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα (Οκτώβριος 1940-Απρίλιος 1941). Γνώστης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (ή μάλλον των στερεοτύπων της), αλλά όχι και της τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης  και της Μακεδονίας εκείνης της εποχής, τοποθετεί τους κύριους χαρακτήρες του έργου του στο κέντρο της πόλης, στην οποία «ο ήλιος ανατέλλει από το κέντρο του Αιγαίου», οι ήρωές του μετακινούνται από τις 40 Εκκλησίες με το τραμ  και το τρένο Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης  έχει σταθμό στην …Καβάλα. Και άλλα τέτοια.. Αλλά τέλος πάντων. Μυθιστόρημα γράφει ο άνθρωπος και όχι ιστορικό δοκίμιο. Εξάλλου, καθώς η δράση του μυθιστορήματος μεταφέρεται και σε άλλες πόλεις των Βαλκανίων, όπως είναι το Βελιγράδι, αλλά και στο Παρίσι , καθώς και στο Βερολίνο, ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να αποδείξει την αναμφισβήτητη εξοικείωσή του με αυτές τις πόλεις. Ακόμη και το γεγονός ότι συγχέει τον Πάγκαλο με τον Μεταξά, μπορεί να του συγχωρηθεί… Δικτάτορες ήταν και οι δύο…
Εκεί όμως που στην κυριολεξία διαπρέπει ο Άλαν Φερστ είναι η αστυνομική αφήγηση. Δεξιοτέχνης στο είδος της. Ξέρει που θα διακόψει τη ροή της, από πού θα την επαναλάβει , πού θα την κορυφώσει. Ο βασικός ήρωας του έργου, ο Κώστας Ζαννής, διευθυντής της «Ειδικής Ασφάλειας» της πόλης , παρακινημένος από πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις, καταπιάνεται τους κρίσιμους αυτούς μήνες για την παγκόσμια ιστορία με ένα επικίνδυνο έργο: τη φυγάδευση από τη Γερμανία στην Τουρκία επιφανών Εβραίων που κινδυνεύουν. Οι γνώσεις του εξάλλου για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής που τον ενδιαφέρει είναι αναμφισβήτητες. Έτσι παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τις αποφασιστικές κινήσεις του Χίτλερ για την εισβολή του στα Βαλκάνια, τη διστακτικότητα των Άγγλων να τον σταματήσουν, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, όπως αυτά σκιαγραφούνται στον πόλεμο των κατασκόπων τους στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Βέβαια από την αφήγηση δεν απουσιάζει και η γυναικεία συμμετοχή. Ο ήρωάς μας περιστοιχίζεται από μια χορεία γυναικών, που συνήθως παίζουν σημαίνοντα ρόλο στην υπόθεση…

Συναρπαστικό και  απροσδόκητο είναι το τέλος. Εκείνος και εκείνη, που σκόπευαν να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη όταν επιτέθηκαν οι Γερμανοί, βρέθηκαν στην Τουρκία επειδή το τρένο που πήραν δεν σταμάτησε στην Αλεξανδρούπολη, όπου «εκείνος» ήθελε να κατεβεί για «να βγει στο βουνό, να κάνει αντίσταση». 
Ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον.


Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Σφαγείο Σαλονίκης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ; ΕΝ ΑΡΜΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
ΘΑΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
ΣΦΑΓΕΙΟ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2011
Σελ. 366

Θεσσαλονίκη 1943. Οι  Ναζί προετοιμάζουν την τελική λύση για τους Εβραίους κατοίκους της. Ο υποδιοικητής της Γκεστάπο Σούμπερτ με τον Μαξ Μέρτεν σχεδιάζουν με κάθε λεπτομέρεια την εξόντωσή τους και τη διανομή της λείας.  Οι μηχανές των συρμών που θα τους μεταφέρουν στο Μπιργκενάου και το Άουσβιτς είναι αναμμένες. Στο γκέτο του Χιρς, όπου τους έχουν στοιβάξει , κλαυθμός και οδυρμός. Τα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους στο έλεος των «μεσεγγυούχων», δηλαδή των ταγματασφαλιτών και των συμπαθούντων. Το χρυσάφι τους έχει κάνει φτερά. Μεταφέρεται στο Βερολίνο και την Αθήνα.
Η πόλη πεινάει. Οι μαυραγορίτες τρίβουν τα χέρια τους. Στα άντρα των ταγματασφαλιτών στις οδούς Πολωνίας (Αλεξ. Σβώλου) και Παύλου Μελά, εκατοντάδες ύποπτοι  για σαμποτάζ ή «κομμουνιστική» προπαγάνδα μακελεύονται. Η κομμουνιστική οργάνωση ΟΠΛΑ κάθε βράδυ «εκτελεί» ντόπιους φασίστες, συνεργάτες των Γερμανών , αλλά και κάθε εχθρό της κομματικής γραμμής, όπως τους τροτσκιστές.
Μέσα σ’ αυτόν τον Αρμαγεδδόνα ο αστυνόμος της Γενικής Ασφάλειας Στέφανος Ασλάνογλου πασχίζει να εκτελεί το καθήκον του ισορροπώντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Η Έμμα, η Εβραία σύντροφός του, έχει λάβει την εντολή να μην ξεμυτίζει από το διαμέρισμά τους. Ο διοικητής του τού αναθέτει την εξιχνίαση ενός διπλού αποτρόπαιου φόνου, στον οποίο φαίνεται ότι εμπλέκονται υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της γερμανικής διοίκησης…
Γραφή τολμηρή, νατουραλιστική σύμφωνη με το πνεύμα (εκείνων) των καιρών. Ο συγγραφέας δεν χαρίζεται σε κανέναν, δεν αγιοποιεί, δεν καταγγέλλει. Απλώς περιγράφει.
Το μυθιστόρημα δεν συνιστάται για παιδιά, καθώς και για ευαίσθητες ψυχές όπως είναι οι Atenistas στην Αθήνα και οι ομόλογοί τους LosLampicos στη Θεσσαλονίκη, και δεν ανήκει σ’ εκείνα που ψυχαγωγούν στην παραλία.
Δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Ο Σταύρος Ασλάνογλου, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος αναγκάζεται να αφηγηθεί στην Έμμα, την Εβραία σύντροφό του, που την κρατά κρυμμένη στο διαμέρισμά του για το φόβο (όχι των Ιουδαίων βέβαια) «όσα γνωρίζει  κι όσα υποθέτει. Όσα περιμένει κι όσα φοβάται . Όλα χωρίς να κρύψει τίποτε» (σελ. 212):
Για τους Έλληνες που συνωστίζονταν στα γραφεία της Γκεστάπο, στην Αγίας Σοφίας, με το χαρτί μιας διεύθυνσης στο χέρι, έτοιμοι να παραδώσουν τον Εβραίο και χωρίς τσίπα να βάλουν χέρι στην περιουσία του. Για το χρυσό που βρέθηκε σε σπίτια μαγαζιά και συναγωγές, κατασχέθηκε αμέσως και στάλθηκε ο μισός στο Βερολίνο κι ο άλλος μισός στην Αθήνα. Για τα καμιόνια που φόρτωναν στους συνοικισμούς άντρες, γέρους και γυναικόπαιδα, σαν να ήταν πρόβατα που οδηγούνταν στο σφαγείο, κάτι που δεν απείχε πολύ από την αλήθεια. Για τους εγκάθετους συμπολίτες μας που έφτυναν, προπηλάκιζαν και πετούσαν πέτρες, καθώς οι καταραμένοι Οβριοί περνούσαν τους δρόμους. Για τα δεκάδες βαγόνια που ήρθαν έτοιμα να φορτώσουν τους χιλιάδες κυνηγημένους και μέσω Φλώρινας, Βελιγραδίου και Βουδαπέστης θα τους οδηγούσαν στα στρατόπεδα εξόντωσης της Πολωνίας, χωρίς να πέσει ούτε μια σφαίρα από τα παρτιζάνικα κινήματα των Ελλήνων και των Σέρβων κομμουνιστών. Για το ολοκαύτωμα που τους βόλευε όλους.

…………………………………………………………………………………………..

«Ντύνομαι βιαστικά και βγαίνω… Τραβάω γραμμή στο κτίριο της Γενικής Ασφάλειας, στην Εθνικής Αμύνης. Η συνηθισμένη κίνηση στους δρόμους. Φορτηγά με τους επονομαζόμενους πεταλάδες, τους στρατιώτες της Βέρμαχτ με την ημικυκλική μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό, ταγματασφαλίτες, μαύρα κοράκια σε περιπολίες με ύφος κουραδόμαγκα, μαυραγορίτες με κρυμμένα τρόφιμα στους μπόγους και κλεμμένα χρυσαφικά στις τσέπες, γερμανοτσολιάδες με μαύρα μακριά πέτσινα παλτά, όλοι οι καριόληδες που, αν είχα στα χέρια μου ένα οπλισμένο πολυβόλο, θα τους έκανα σουρωτήρι.
Και κοντά σ’ όλα αυτά τα τομάρια κι  εξαιτίας αυτών, λιπόσαρκα κορμιά κοντά στους κάδους των μαγαζιών, τυραννισμένα και πονεμένα πρόσωπα γυναικών, άντρες υποψήφιοι οποιαδήποτε ώρα και στιγμή για ομηρία και στήσιμο στον τοίχο, και γριές μαυροντυμένες στα σκαλιά της Παναγιάς της Δεξιάς με απλωμένο το αποστεωμένο χέρι τους, ικετεύοντας για μια μπουκιά ψωμί, για μια στάλα ζωή. Η πατρίδα πεινούσε και πέθαινε και κάποιοι άλλοι  εκμεταλλεύονταν αυτή την ευκαιρία και πλούτιζαν…» (σελ.217)