Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Χορεύουν οι ελέφαντες

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
7. ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
ΑΘΗΝΑ 2012

Για μια ακόμη φορά η Σοφία Νικολαίδου δοκιμάζει με την προσφιλή της μέθοδο της «μυθοποίησης» να προσεγγίσει όχι κάποια περίοδο της νεότερής μας ιστορίας αυτή τη φορά, αλλά  μια κραυγαλέα και άνωθεν επιβεβλημένη «δικαστική πλάνη» που απασχόλησε όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη, αλλά και το πανελλήνιο: τη δολοφονία το 1948 του αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Πολκ.
Και αυτή τη φορά δεν κρατάει τα προσχήματα, δεν αμφιταλαντεύεται, αλλά ανιχνεύει την υπόθεση σ΄όλες της τις παραμέτρους και καταλήγει σε ετυμηγορία: αυτή στην οποία έχουν καταλήξει όχι μόνο η κοινή γνώμη της πόλης μας, αλλά και οι ιστορικοί (δεν είναι και λίγοι) που ερεύνησαν την υπόθεση στα μεταγενέστερα χρόνια. Ότι δηλαδή ο φέρελπις υπότροφος του Harvard, Τζον Πολκ,  υπήρξε θύμα του αγγλοαμερικανικού ανταγωνισμού που είχε ξεσπάσει στην Ελλάδα για την υπεράσπιση των συμφερόντων των δυο αυτών «συμμάχων» στη Μέση Ανατολή.
Και η γραφή της η γνωστή πολυεδρική γραφή από το προηγούμενο έργο της, το «Απόψε δεν έχουμε φίλους» από το οποίο εξάλλου  «δανείζεται» και τους βασικούς της χαρακτήρες. Αυτοτελείς αφηγήσεις δηλαδή –σε πρώτο πρόσωπο-καταστάσεων και γεγονότων που αλληλοσυμπληρώνονται και όχι σπάνια αυτοαναιρούνται, όπως είναι φυσικό.
Οι πασίγνωστοι ιστορικοί χαρακτήρες που συνυπάρχουν στην πλοκή του έργου μεταμφιέζονται βέβαια και αποχτούν ιδιαίτερα ονόματα, προσεγμένα κατά τη συνήθη πρακτική των συγγραφέων που δραματοποιούν ιστορικά γεγονότα, και μάλιστα με τρόπο που είναι δύσκολο να εγείρει νομικές διεκδικήσεις οποιοσδήποτε κακόπιστος… Έτσι ο Στακτόπουλος γίνεται Γκρης, ο Πολκ …Τάλας, ο Μουσχουντής Τζιτζιλής κ.ο.κ. Αυτό δημιουργεί βέβαια στους αναγνώστες που γνωρίζουν την υπόθεση μια περιορισμένη σύγχυση και αμηχανία, αλλά γρήγορα την ξεπερνούν.
Μια άλλη εξίσου «πολυφορεμένη» μέθοδος είναι η θέαση των γεγονότων από δυο διαφορετικές εποχές που απέχουν, στην περίπτωσή μας,  περίπου εξήντα χρόνια η μια από την άλλη. Η μέθοδος αυτή παρέχει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να αντιμετωπίσει τα ιστορικά αυτά γεγονότα περίπου sub specie eternitatis… Ενώ λοιπόν στο πρώτο επίπεδο («1948 και πριν») αφηγούνται η μητέρα και η αδελφή του Γκρη, ο διευθυντής της ασφάλειας της Θεσσαλονίκης Τζιτζιλής, η αμερικανίδα μητέρα του
Τζακ Τάλας (αξιοσημείωτη αυτή η «μαρτυρία») και άλλα πρόσωπα που ενέχονται άμεσα στην υπόθεση, στο δεύτερο επίπεδο («σχολικό έτος 1910-1911») τη σκυτάλη παραλαμβάνουν μερικοί  γνωστοί από το «Απόψε» χαρακτήρες ή επίγονοί τους με κυρίαρχο έναν ρηξικέλευθο τελειόφοιτο λυκείου, τον Μηνά, ο οποίος αρνείται πεισματικά να συμμετάσχει στη φάρσα των Πανελληνίων Εξετάσεων και αναλαμβάνει στο μάθημα της ιστορίας του καθηγητή Σουκιούρογλου (ο υπογράφων την παρούσα ανάρτηση πολύ θα ήθελε να γνωρίζει αν ο …Σουκιούρογλου κρύβει κάποια υπαρκτή προσωπικότητα), αναλαμβάνει λοιπόν να ερευνήσει την ξεχασμένη αυτή υπόθεση της δολοφονίας του Πολκ.
Μ’ αυτή λοιπόν τη μέθοδο η συγγραφέας επιχειρεί να βάλει βαθιά το νυστέρι της κριτικής της σε δυο εποχές: σ’ εκείνην του εμφυλίου, στην οποία αλώνιζαν οι πάσης φύσεως εθνικόφρονες και στη σύγχρονη εποχή που τη χαρακτηρίζει μια έντονη αμφισβήτηση όλων των καθιερωμένων θεσμών και ειδικά της εκπαίδευσης:
«Ο ελληνικός επαρχιωτισμός σε συνδυασμό με τον εθνικό ναρκισσισμό όριζαν τον φαύλο κύκλο της ελληνικής εκπαίδευσης, η οποία αντί να ανοίγει προς τα έξω , κλεινόταν συστηματικά προς τα μέσα. Τα παιδιά μεγάλωναν σ’ ένα τέτοιο μαντρί , όπου η γνώση έμοιαζε ξέχωρη από την εμπειρική επαλήθευση και όπου η μάθηση προβαλλόταν ως βάσανο και σχεδόν ποτέ ως ευχάριστη περιπέτεια. Διδάσκονταν την άκριτη ευσέβεια στα σχολικά εγχειρίδια και στην αυθεντία του δασκάλου. Η παρόρμηση ανεξάρτητης σκέψης πατασσόταν πριν προλάβει να σηκώσει κεφάλι» (σελ. 299)
Και όταν ο επαναστατημένος έφηβος μας κατά την παρουσίαση της άψογης εργασίας του στο τέλος της σχολικής χρονιά , αρνείται να πάρει θέσει και να προτάξει τη δική του ετυμηγορία, παρουσιάζοντας τα γεγονότα «ακριβώς όπως αυτά συνέβησαν», βρίσκεται αντιμέτωπος με την οργή του δασκάλου του, ο οποίος αρνείται τη φενάκη της «αντικειμενικής ιστορίας» υποστηρίζοντας:
«Τα ιστορικά γεγονότα φτάνουν σ’ εμάς ήδη ερμηνευμένα, είναι πιο πονηρά από ότι νομίζουμε. Καιρός να το παραδεχτούμε: Η ιστορία είναι μια κατασκευή. Μυθοπλασία είναι η λέξη που της ταιριάζει.»



Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ο Γύρος του Θανάτου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
6. ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ
Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΑΓΡΑ 2011
Σελ. 216

Για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι αν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να ερμηνεύσει κανείς τα ιστορικά γεγονότα είναι η λογοτεχνία. Μα, θα ν' αναρωτηθούν κάποιοι, πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα μέσα από πλασματικούς χαρακτήρες και  από μια φανταστική πλοκή;  Αλλά μήπως αυτά τα ιστορικά γεγονότα που τα προσεγγίζουμε μέσα από την ιστορία δεν μας έρχονται έτοιμα, «ερμηνευμένα»,  χωρίς να το υποψιαζόμαστε; Και τελικά μήπως αυτό που ονομάζουμε «ιστορία» δεν είναι μια καλοστημένη φαντασία, ένας «γενικά παραδεκτός» μύθος;
Ο Θωμάς Κοροβίνης το γνωρίζει αυτό. Γι αυτό και στην προσπάθειά του να προσεγγίσει μια κρίσιμη εποχή της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, με τη Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, «δανείζεται» έναν χαρακτήρα με σάρκα και οστά, που στοίχειωσε κυριολεκτικά την πόλη τη συγκεκριμένη αυτή εποχή: τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον επονομαζόμενο και «δράκο του Σέιχ Σου»
Αλλά  ο αναγνώστης γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας δεν σκοπεύει να δώσει απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα που απασχόλησε –και ακόμη απασχολεί –τους κατοίκους της πόλης, αν δηλαδή το άτομο που εκτελέστηκε «δια τυφεκισμού, εις τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων» την αυγή της 16ης Φεβρουαρίου 1968 ήταν και ο δράστης των ειδεχθών εγκλημάτων που του φόρτωσαν. Παρόλο που η καταγραφή των γεγονότων που ακολουθούν διακρίνεται για την χρονογραφική της ακρίβεια , γεγονός που σημαίνει ότι ο συγγραφέας έσκυψε με σχολαστικό ενδιαφέρον στα συγκεκριμένα ιστορικά δρώμενα, συνειδητοποιούμε ότι ο βασικός στόχος του είναι να ανασύρει και να φωτίσει εκείνες τις μυστικές και κυρίαρχες αιτίες που τα διαμόρφωσαν.
Ο συγγραφέας επιλέγει τη λεγόμενη «πολυπρισματική αφήγηση» για τη ζωή του «Αρίστου» αλλά και για την κοινωνία της πόλης. Μιλούν έτσι, πάντα σε πρώτο πρόσωπο, ένα φιλαράκι, μια παραδουλεύτρα για τη μάνα του ήρωα, ένας αχθοφόρος του λιμανιού, ένας παρακρατικός γείτονας, ένα χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων, ένα αστός της παραλίας, το αφεντικό του «Γύρου του Θανάτου», μια τραβεστί και τέλος μια τραγουδίστρια.
Και το αποτέλεσμα αποδεικνύεται θαυμαστό. Όσοι ζήσαμε εκείνα τα συγκεκριμένα χρόνια, όσοι μετείχαμε θέλαμε δεν θέλαμε στα γεγονότα, τα οποία και θάψαμε με τον καιρό όσο πιο βαθιά γίνεται, γιατί δε γινόταν αλλιώς, μόνο έτσι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε, με το «Γύρο του Θανάτου» τα ξαναζούμε, με την πατίνα του χρόνου βέβαια, δεόντως εξωραϊσμένα, αλλά με τα ίδια ζωηρά χρώματα και τις ίδιες μυρωδιές. Σκληρές μέρες. Αλλά οι άνθρωποι θηρία!

«Λουτρά δεν είχαμε. Μια φορά τη βδομάδα, το Σάββατο, κι εκείνο αν λούζαμε τα παιδιά μας στη σκάφη την τσίγκινη, σε μια κουζίνα κρύα, μπούζι…Πολεμούσαμε να τη ζεστάνουμε με το μαγκάλι. Κι από αυτό το μαγκάλι πόσοι δεν δηλητηριάστηκαν και δεν τους βρήκανε τεζαρισμένους το πρωί… Αποχωρητήρια μέσα στα σπίτια δεν είχαμε. Όλα έξω, στις αυλές. Και σε απόσταση από το σπίτι. Με καμιά παλιοεφημερίδα σκουπιζόμασταν… Κι ήτανε και  σκληρές οι άτιμες… Κι ύστερα που βγήκαμε τα λαϊκά περιοδικά και τ’ αγοράζανε όλα τα φτωχικά τα σπίτια, μεταχειριζόμασταν τα φύλλα τους, που ήταν κάπως τρυφερά. Με το μαχαίρι τα κόβαμε. Όπως ο χασάπης το χασαπόχαρτο. Ας είναι καλά το «Ντόμινο» και το «Ρομάντσο», αυτά μας έσωσαν» (σελ. 64)


Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
5. ΓΙΩΡΓΟΣ  ΡΩΜΑΝΟΣ
ΓΙΟΥΝΤΙΝ, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη
ΑΓΚΥΡΑ 2012
σελ.416

Όλο και αυξάνεται τον τελευταίο καιρό ο αριθμός των λογοτεχνικών έργων που κυκλοφορούν  με θέμα ή εκτενείς αναφορές στην πόλη της Θεσσαλονίκης,. Συνεχίζοντας την περιδιάβασή μας  στα έργα αυτά , μετά το «Άλας της Γης» της Ισμήνης Καπάνταη, τα «Ζηλωτικά» του Νίκου Ματσούκα, το «Απόψε δεν έχουμε φίλους» της Σοφίας Νικολαϊδου και το «Θεόπαιδο» του Πάνου Θεοδωρίδη, παρουσιάζουμε ένα πρόσφατο μυθιστόρημα που πολύ συζητήθηκε : το «Γιούντιν» του Γιώργου Ρωμανού.

Μεγαλεπήβολο το εγχείρημα με το οποίο καταπιάνεται ο συγγραφέας: να ανασύρει από τη συλλογική λήθη «μνήμες» επιμελώς θαμμένες, χρόνια τώρα,  σχετικές με την ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Να το δηλώσουμε επομένως εξαρχής ότι το αποτέλεσμα αυτής της κοπιαστικής εργασίας, τον δικαιώνει απόλυτα. Άλλη μια προσπάθεια λοιπόν απόδοσης καθυστερημένης δικαιοσύνης, σχετικής –αυτή τη φορά- με το τραγικό ολοκαύτωμα των Εβραίων της πόλης μας.
Από την πρώτη σελίδα αντιλαμβάνεται κανείς το μεγάλο δίλημμα το οποίο αντιμετώπισε ο συγγραφέας: να στήσει πειστικούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες ή να συντάξει ένα εύπεπτο ιστορικό δοκίμιο βασισμένο στα πολύτιμα στοιχεία και τις προφορικές μαρτυρίες που με κόπο συγκέντρωσε;
Ο ίδιος δίνει την απάντηση (σελ. 365): «Σε σχέση με τόσα ντοκουμέντα που πέρασαν από τα χέρια μου, και πάρα πολλά που δεν τα ανέφερα, πιστεύω πως εκείνο που έχει σημασία σε ένα μυθιστόρημα δεν είναι η αλήθεια των ντοκουμέντων, αλλά η αλήθεια της μυθοπλασίας.»
Ναι, αλλά ο πειρασμός της κατοχής αυτού του πολύτιμου υλικού είναι μεγάλος. Και όταν συνειδητοποιεί ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτό δεν «αξιοποιείται» μυθιστορηματικά το παραθέτει στο τέλος του έργου, σ’ ένα «Παράρτημα»,  με τη μορφή σημειώσεων που δήθεν βρίσκονται στα χέρια μιας από τις ηρωίδες του έργου… Στοιχείο που θεωρούμε ότι αντιστρατεύεται τη μυθοπλασία του έργου.
Κατά τα άλλα, το σκηνικό της δράσης των ηρώων του στήνεται ρεαλιστικά σε μια Θεσσαλονίκη , όπως αυτή εξελίσσεται οικοδομικά από την ενσωμάτωσή της στον ελληνικό κορμό ως και τη δεκαετία του ’60. Ακόμη και χάρτης της πόλης δίνεται και «φωτογραφία» του διατηρητέου κτιρίου (της βίλας  Πλανσέ) παρατίθεται κατάλληλα …φωτοσοπημένη. Η βίλα αυτή, σύμφωνα με το μύθο του μυθιστορήματος, υπήρξε η έδρα της τραγικής ιστορίας των ηρώων της  (μια παραλλαγή της γνωστής ιστορίας της βίλας Μπάνκα)…
Παρακολουθούμε λοιπόν την ιστορία τριών γενεών της εβραϊκής οικογένειας του Ερρίκου και της Μαζαλτώφ Μπεφόρ που ξεκινάει από τα προπολεμικά χρόνια και φτάνει ως τα χρόνια της δολοφονίας του Λαμπράκη (με τους επιζήσαντες του ολοκαυτώματος).
Ο συγγραφέας επιλέγει τη γνωστή  μέθοδο της πολυπρισματικής αφήγησης. Οι βασικοί ήρωες του έργου αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο τα γεγονότα , τα οποία συχνά συμπίπτουν μεταξύ τους χωρίς ουσιώδεις «ανατροπές», με εξαίρεση βέβαια το αφηγηματικό ύφος του καθενός. Μνημείο αριστουργηματικής αφήγησης αποτελούν τα κεφάλαια στα οποία εξιστορεί τα γεγονότα ο υπο-προλετάριος ήρωας από την Καπουτζίδα, Αφού… (Έτσι: «Αφού» ήταν το όνομά του, καθώς επαναλάμβανε και εκεί που δεν χρειαζόταν τη συγκεκριμένη λέξη).
Σε γενικές γραμμές, γινόμαστε μάρτυρες εκείνης της τραγικής σύναξης των Εβραίων της πόλης στην πλατεία Ελευθερίας, δήθεν για απογραφή, της μεταφοράς τους στο γκέτο της συνοικίας Χιρς, της επιβίβασής τους στα φορτηγά τρένα για το Νταχάου…
Στη συνέχεια παρακολουθούμε τα γεγονότα που βιώνουν οι δυο βασικοί ήρωες του έργου, η Λέα και ο Αλέξανδρος  στο στρατόπεδο Μπέργκεν Μπέλσεν, ως την απελευθέρωσή του από τους Ρώσους. Την απόδραση του Αλέξανδρου, τη σύλληψή του και την αποστολή του στα ρωσικά γκουλάγκ αυτή τη φορά, όπως συνέβη στην πλειοψηφία των «απελευθερωμένων» από τους Ρώσους αιχμαλώτων…
Η αφήγηση κλείνει με την περιπετειώδη ζωή της Λώρυ (sic), ηρωίδας της τρίτης γενιάς των Μπεφόρ, που θα γεννηθεί μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, και του Ελιάν που σκηνοθετεί μια ταινία για τα γνωστά μας γεγονότα,  με την οποία θα συμμετάσχει στο φεστιβάλ της Δράμας…
Έργο επικών διαστάσεων λοιπόν το «Γιούντιν», μέσα από το οποίο αποχτούμε μια νέα θέαση κρίσιμων γεγονότων της συγκεκριμένης εποχής , πέρα από την επικρατούσα. Για τη σχέση των Εβραίων με το νέο καθεστώς της πόλης το 1912 , τα σχέδια των Βουλγάρων, τη σχέση των Εβραίων με την Αντίσταση, τη δολοφονία του Πόλκ, το ρόλο των δωσίλογων της πόλης  και ένα πλήθος άλλων συμπληρωματικής σημασίας…

Κλείνοντας την όλη αφήγηση ο «σκηνοθέτης» Ελιάν σημειώνει:
«Έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια, όλα τα έβλεπα μέσα στην οθόνη του μυαλού μου. Σκεφτόμουν τη Θεσσαλονίκη λες και βρίσκομαι πάνω σε μια σημαδούρα στη μέση του Θερμαϊκού και κοιτάζω κατά το Σέιχ Σου. Νύχτα και μέρα.. Και κάθε νύχτα βουνό και πόλη γίνονται ένα σώμα, κουλουριασμένο κάτω από τον σκοτεινό μανδύα του που είναι διάσπαρτος με χιλιάδες φωτάκια. Κι αν εκείνη τη στιγμή ξεσπάσουν οι εκρήξεις των πυροτεχνημάτων στον ουρανό, όλα εκείνα τα κόκκινα, κίτρινα, ασημένια, μοβ και μπλε καθρεφτίζονται στα νερά, τα κάνουν να κοχλάζουν.
Σαν να είναι έτοιμο να αναδυθεί κάτι μέσα από τη θάλασσα. Αλλά αμέσως τα νερά ξεφουσκώνουν. Και γρήγορα χαράζει η μέρα. Χάνονται οι εκλάμψεις της νύχτας. Γαληνεύει ο Θερμαϊκός. Γίνεται ολόκληρος ένα μοναδικό, σιωπηλό, γιγάντιο κύμα, που πάλλεται απ’ άκρη σ’ ακρη του κόλπου, όπως η μεμβράνη ενός ταμπούρλου που μόλις έχει ηχήσει. Κι εκείνος ο ήχος-μήνυμα σκορπίζει στον ουρανό. Ξημερώνει. Αχνοφέγγει πάνω από την πόλη. Φως.»