Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Η εκστρατεία

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΞΙΚΟ
CARLOS FUENTES
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ
ΩΚΕΑΝΙΔΑ 1993
σελ. 320



Mε την «Εκστρατεία» (Mondatori 1990) ο μεγάλος μεξικανός μυθιστοριογράφος διεισδύει με αναμφισβήτητη επιτυχία στο χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος. Ένα εγχείρημα διόλου εύκολο. Και μάλιστα, όταν το θέμα του δεν περιορίζεται στα στενά γεωγραφικά όρια του Μεξικού, απ’ όπου ο ίδιος κατάγεται, αλλά επιχειρεί να καλύψει ολόκληρη την Κεντρική και Νότια Αμερική, σε μια εποχή (1810-1820) που ολόκληρος ο ισπανόφωνος πληθυσμός της διαμορφώνει το νέο εθνικό του πρόσωπο. Στην Ευρώπη ο Ναπολέων παρελαύνει ακάθεκτος και η μητρόπολη της Νότιας Αμερικής, η Ισπανία, γρήγορα υποκύπτει στην ορμή του. Και οι κάτοικοι Νέας Ηπείρου – οι Ισπανοί, οι κρεολοί, οι ινδιάνοι και οι νέγροι- βρίσκονται στο πόδι. Δημιουργούνται δυο αντίπαλα στρατόπεδα που αντιμάχονται μέχρι θανάτου το ένα το άλλο : από τη μια όσοι παραμένουν πιστοί στο ισπανικό στέμμα –έστω κι αν αυτό τελεί υπό ομηρία- κι από την άλλη όσοι ονειρεύονται μια ανεξάρτητη ομοσπονδιακή κυβέρνηση ολόκληρης της ισπανόφωνης Αμερικής, μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται στις αρχές του γαλλικού διαφωτισμού και όπου θα βασιλεύει το τρίπτυχο Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφότητα…
Οι τρεις νεαροί φίλοι από το Μπουένος Άιρες, ο Μπαλτάσαρ Μπούστος, ο Χαβιέ Ντορέγκο κι Μανουέλ Βαρέλα, οπαδοί των νέων ιδεών, που χρόνια τώρα διαβάζουν τα απαγορευμένα βιβλία του Ρουσό και του Μοντεσκιέ, δραστηριοποιούνται στο πλευρό της στρατιωτικής επιτροπής (της «χούντας») που αγωνίζεται για την αποτίναξη του ισπανικού ζυγού. Ο πρώτος μάλιστα απ ' αυτούς, ο εικοσάχρονος δικαστικός υπάλληλος Μπαλτάσαρ Μπούστος, αποτολμά μια άκρως επικίνδυνη πράξη: τρυπώνει μια νύχτα στην κρεβατοκάμαρα του προέδρου των δικαστηρίων της Αντιβασιλείας και αρπάζει το μωρό που μόλις είχε γεννήσει η νεαρή γυναίκα του, αντικαθιστώντας το με ένα μαύρο, η μητέρα του οποίου, μια άσημη νέγρα, είχε μαστιγωθεί μέχρι θανάτου, μόνο και μόνο γιατί είχε τολμήσει να το φέρει στον κόσμο! Έτσι ο νεαρός ακτιβιστής θα επέβαλλε τη δικαιοσύνη! Μόνο που δεν υπολόγισε τις αστάθμητες παραμέτρους της τύχης ούτε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας : το δικαστικό μέγαρο εκείνο το βράδυ πυρπολείται από εξτρεμιστές και το μαύρο μωρό καίγεται, ενώ το λευκό εξαφανίζεται στα χέρια μιας νέγρας παραμάνας. Κι όχι μόνο αυτό: καθώς ο νεαρός ακτιβιστής παραμόνευε για ν’ αρπάξει το μωρό
«βλέπει για πρώτη φορά τη μητέρα του, την Οφέλια Σαλαμάνκα, γυμνή , μέσα από τις αέρινες κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας, γυμνή μπροστά στον καθρέφτη της, να προσφέρει στα θαμπωμένα και μυωπικά μάτια του το θέαμα ενός κορμιού σαν κλεψύδρα , σαν λευκή κιθάρα, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος του και με τον εκπληκτικό πισινό της να τον ζαλίζει, καθώς ξεχώριζε στο σκαμνί σαν δίδυμο φρούτο κάτω από μια λεπτή και δυνατή μέση…». Και το μεγάλο δίλημμα που θα τον κυβερνάει τα επόμενα δέκα χρόνια: να θυσιάσει αυτό το φλογερό πάθος του στο βωμό της απελευθέρωσης του Νέου Κόσμου και μιας δίκαιης κοινωνίας ή να αφεθεί, ανήμπορος, σ’ αυτό και, ακολουθώντας τη συμβουλή του Ιωάννη του Χρυσόστομου, να επιχειρήσει να ολοκληρώσει τον πλατωνικό αυτόν έρωτα, για να μην καταστραφεί από το ασίγαστο πάθος του;
Γινόμαστε λοιπόν μάρτυρες, στη συνέχεια, αυτού ανελέητου αγώνα του νεαρού επαναστάτη, που διασχίζει ολόκληρη την ταραγμένη Νότια Αμερική. Από τις πάμπες της Αργεντινής, ως τα απόκρημνα οροπέδια των Άνδεων στη Χιλή και στο Άνω Περού, δίπλα στους ελευθερωτές Μπολίβαρ και Σαν Μαρτίν, να δίνει τον υπέρτατο αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία, αλλά και συγχρόνως να τρέχει πίσω από το αντικείμενο του πόθου του, καθώς η νεαρή γυναίκα, απελευθερωμένη κάποτε από τις συμβατικές της υποχρεώσεις, πήρε κι αυτή τους δρόμους και συνεχώς προηγούνταν στις απέραντες περιπλανήσεις τους αφήνοντας πίσω της μιαν αμφίσημη φήμη κι έναν γοητευτικό θρύλο…
Στο τέλος θα τη συναντήσει στις γραμμές ενός ανταρτόπαπα στο Μεξικό, του Άνσελμο Κιντάνα, και το μόνο που θα κάνει είναι να την αγγίξει. Κι ο Κιντάνα, μια εμβληματική φυσιογνωμία, σε μια αποστροφή του λόγου του θα αναρωτηθεί:
«Ωραία θα ήταν να μας είχε ιδρύσει ο Μοντεσκιέ κι όχι ο Τορκοεμάδα…Δεν είναι όμως έτσι. Θέλουμε τώρα να γίνουμε Ευρωπαίοι, μοντέρνοι, πλούσιοι, να κυβερνιόμαστε από το πνεύμα του νόμου και τα παγκόσμια δικαιώματα του ανθρώπου; Λοιπόν σου λέω ότι αυτό δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί, εκτός κι αν πάψουμε να κουβαλάμε το πτώμα του παρελθόντος μαζί μας.» Και προσθέτει ότι ούτε τη μαγεία των Ινδιάνων θα έπρεπε να θυσιάσουν, ούτε τη θεολογία των Χριστιανών ν’ απεμπολήσουν και ούτε τον ορθολογισμό των Ευρωπαίων να αρνηθούν. Για να γίνουν κάτι καλύτερο…Και απογοητευμένος από την «ελευθερία» που τη βλέπει να πλησιάζει, αναρωτιέται «Μπορεί να υπάρξει ελευθερία χωρίς ισότητα;» Το ίδιο κι ο ήρωάς μας, ώριμος πια, και απελευθερωμένος από τις εμμονές της νεότητάς του, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, στη φάρμα του γαιοκτήμονα πατέρα του, με τους «γκαούτσος» έτοιμους πάλι να τον υπηρετήσουν, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε…
Ο Κάρλος Φουέντες αναπλάθει με μια εκπλήσσουσα ενάργεια αυτή τη μακρινή εποχή: με την ισπανόφωνη αριστοκρατία και τη χλιδή της, με τους κρεολούς και τους «μεστίζος» ανήσυχους και αποφασισμένους ν’ αλλάξουν τον κόσμο, και τους ινδιάνους έρμαια κάθε εξουσίας και αιώνια θύματά της.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Το Σύντομο Καλοκαίρι της Αναρχίας


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
HANS MAGNUS ENZENSBERGER
ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΊΑΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ 2005



Ξαναδιαβάζοντας «Το Σύντομο Καλοκαίρι της Αναρχίας» του Hans Magnus Enzensberger (Frankfurt 1971, για την Ελλάδα «Οδυσσέας» Α’ έκδοση 1981, Δ΄ έκδοση 2005) διαπιστώνουμε ότι το ιστορικό δοκίμιο του Βαυαρού δοκιμιογράφου όχι μόνο δεν έχει χάσει την επικαιρότητά του, αλλά αντίθετα η πατίνα του χρόνου σε συνδυασμό με τις πρόσφατες κοινωνικές αναζητήσεις τού έχει προσδώσει μια ξεχωριστή γοητεία
Η άκρως διεισδυτική, αλλά συγχρόνως και ουδέτερη, ματιά του συγγραφέα προς το πείραμα του αναρχισμού κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ο σεβασμός του προς τα ιστορικά δρώμενα και η αποφυγή της συναισθηματικής ταύτισής του μ’ αυτά, αναλύουν το συγκεκριμένο ιστορικό φαινόμενο με μια δεξιοτεχνία χειρουργική αφήνοντας τον αναγνώστη να συναγάγει ο ίδιος τα συμπεράσματά του.
Ο κύριος κορμός της αφήγησης του συγγραφέα καλύπτει, με βάση την πορεία του Buenaventura Durruti, ο οποίος υπήρξε η ψυχή του κινήματος, το χρονικό διάστημα από την κατάληψη της Βαρκελώνης ως το θάνατο του μεγάλου αναρχικού στη Μαδρίτη (19 Ιουλίου - 20 Νοεμβρίου 1936). Όμως στο περιθώριο της διαπραγμάτευσής του, ο συγγραφέας ανατρέχει και στην ιστορία του ισπανικού αναρχισμού από τη γέννησή του ως το τέλος του, καθώς και στις ρίζες και την αγωνιστική πορεία του Durruti μέχρι τη μεγάλη εξέγερση της Βαρκελώνης.
Στο σημείο όμως που κυριολεκτικά πρωτοτυπεί ο συγγραφέας, είναι η μέθοδος διαπραγμάτευσης του θέματος. Δεν περιορίζεται στην κλασική αφήγηση των κοσμοϊστορικών αυτών γεγονότων της προπολεμικής Ισπανίας, ούτε αρκείται στην εξιστόρηση της ζωής και των αγώνων του Durruti. Δεν συγγράφει δηλαδή ένα κλασικό εγχειρίδιο ιστορίας ή βιογραφίας. Απεναντίας, στα πλαίσια μιας μακρόχρονης έρευνας που χρηματοδοτήθηκε από τη Ραδιοφωνία και Τηλεόραση της Κολονίας, επιλέγει τη μέθοδο των συνεντεύξεων από τους ζώντες ακόμη τότε (1970) πρωταγωνιστές ή τους απλούς αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Και βέβαια οι μαρτυρίες κάθε άλλο παρά συμφωνούν μεταξύ τους. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα αντικρούουν η μια την άλλη. Ένα προσεχτικός όμως αναγνώστης, όχι πάντα βέβαια τόσο εύκολα, συγκρίνοντας μεταξύ τους τα γεγονότα και τις αναφορές που προκύπτουν από τις συνεντεύξεις, προσεγγίζει την ιστορική αλήθεια. Βέβαια ανάμεσα στις συνεντεύξεις μεσολαβούν οχτώ σχόλια του συγγραφέα κι ένας επίλογος στο τέλος, όπου δίνεται σχηματικά το πλαίσιο των γεγονότων.
Ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της αναντιστοιχίας των γεγονότων που αφηγούνται οι πρωταγωνιστές και οι μάρτυρές τους είναι ο θάνατος του Durruti. Αν τα γεγονότα διαδραματίζονταν στα χρόνια του Χριστού, σίγουρα ο αναγνώστης θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι ο μεγάλος αναρχικός, δε σκοτώθηκε, αλλά αναλήφθηκε στου ουρανούς. Ίσως μάλιστα κι ότι στη συνέχεια αναστήθηκε για να συνεχίσει τον αγώνα του. Κι αυτό γιατί , ενώ η επίσημη εκδοχή της CNT είναι ότι ο ήρωας χτυπήθηκε από σφαίρα φαλαγγίτη πολιτοφύλακα, καθώς θα ταίριαζε σ’ ένα ήρωα, μια εκδοχή που για δικούς του λόγους αποδέχεται και το ισπανικό Κ.Κ. ( ή ακόμη για κάποιους αναρχικούς, ότι εκτελέστηκε από μέλος του ισπανικού Κ.Κ.), η προσεχτική ανάγνωση των πηγών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Durruti αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος την ώρα που έβγαινε από το αυτοκίνητό του! Εδώ, καθώς αντιλαμβανόμαστε , ο θρύλος δεν κατάφερε να επισκιάσει τα γεγονότα…
Αυτό που αποκομίζει σε γενικές γραμμές ο αναγνώστης από τη μελέτη του αυτού του δοκιμίου είναι ότι: «Οι αναρχικοί θεωρητικοί δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τους μηχανισμούς που κινούν την ιστορία. Ο ορίζοντάς τους έφτανε μέχρι το επόμενο οδόφραγμα. Αυτό που υπόσχονταν , αλλά δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ήταν ένας εντελώς άγνωστος μελλοντικός κόσμος, όπου το κράτος, η εκκλησία, η οικογένεια και η ιδιοκτησία έπρεπε να πάψουν να υπάρχουν. Αυτοί οι θεσμοί όμως δεν ήταν μόνο μισητοί, αλλά και αποδεκτοί ταυτόχρονα εδώ και χιλιάδες χρόνια και το μέλλον της αναρχίας δεν ξυπνούσε μόνο νοσταλγία, αλλά και λανθάνοντες φόβους.»
Και το διαπιστώνουμε περίτρανα από τα ίδια τα γεγονότα: οι αναρχικοί ήταν ενάντια στον πόλεμο και στις δομές που αυτός συνεπάγεται: πειθαρχία, υπακοή στους ανωτέρους, ποινές ή τιμωρίες στους απείθαρχους κλπ. Έπρεπε όμως να πολεμήσουν. Μετά την εύκολη επικράτησή τους στις οδομαχίες της Βαρκελώνης, χρειάστηκε να εκστρατεύσουν ενάντια στη Σαραγόσα που την κατείχαν οι φασίστες. Χιλιάδες ενθουσιώδεις εθελοντές έσπευσαν να πυκνώσουν τη φάλαγγα του Ντουρούτι. Και στην αρχή πολλοί πρόσφεραν τη ζωή τους στον αγώνα για τον «ελευθεριακό κομμουνισμό» που ευαγγελίζονταν. Αλλά σύντομα άρχισε η διαρροή… Οι στρατιώτες, με την πρώτη ευκαιρία, εγκατέλειπαν τις γραμμές τους, για να επισκεφτούν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Δεν υπάκουαν στους αξιωματικούς, γιατί απλούστατα, αξιωματικοί δεν υπήρχαν. Και κάποιοι άρχισαν να καταπιέζουν τους κατοίκους των χωριών που κυρίευαν, ακόμη και να «απαλλοτριώνουν» κατά την κρίση τους τις σοδειές και τα γεννήματά τους. Βέβαια ο Ντουρούτι χτύπησε αμείλικτα αυτές τις συμπεριφορές. Ακόμη και με εκτελέσεις. Έτσι όμως διολίσθαινε ανεπαίσθητα στις μεθόδους των εχθρών του… Κι όταν, αργότερα, η φάλαγγά του αποφασίστηκε να υπερασπίσει τη Μαδρίτη, οι άντρες της , μακριά από τις εστίες τους, επέδειξαν μια ασύγγνωστη νωθρότητα.
Αλλά και στις αναρχικές κοινωνίες που συγκροτούνταν στα μετόπισθεν τα προβλήματα δεν έλειπαν. Πρώτα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι αντιδράσεις της εκκλησίας και των παπάδων της που υπονόμευαν φανερά τις νέες κοινωνίες. Και οι εκκλησίες πυρπολήθηκαν, οι ιερείς τους εκτελέστηκαν. Στη συνέχεια οι διαφωνίες των οπαδών του Κ.Κ.Ι. και του τροτσκιστικού κόμματος (POUM), οι οποίοι διαφωνούσαν ριζικά με το πρόγραμμα των αναρχικών. Αυτοί υποχρεώθηκαν να συμπορευτούν με τη νέα κατάσταση (αποτελούσαν άλλωστε τη συντριπτική μειοψηφία). Έτσι κατορθώθηκε να εφαρμοστούν σχεδόν με επιτυχία, οι νέες μεταρρυθμίσεις. Το χρήμα καταργήθηκε κι ο καθένας πρόσφερε δωρεάν τις υπηρεσίες του στην κοινότητα και απολάμβανε τα αγαθά της ανάλογα με τις ανάγκες του. Τα εργοστάσια πέρασαν στα χέρια των εργατών και η παραγωγή τους διανέμονταν στις τοπικές κοινωνίες επίσης ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ο θεσμός της οικογένειας με τη μορφή που λειτουργούσε μέχρι τότε έπαψε να υπάρχει. Τα ζευγάρια «παντρεύονταν» με κοινή συναίνεση χωρίς καμιά θρησκευτική ή πολιτική τελετή. Η πίστη μάλιστα των αναρχικών στη μονογαμική οικογένεια υπήρξε παροιμιώδης: κάθε «παρέκκλιση» από τα πλαίσια αυτής της ελεύθερης οικογένειας ήταν ηθικά καταδικαστέα.
Όμως η ισπανική δημοκρατία από την ανακήρυξή της (1931) μέχρι την πτώση της (Μάρτιος 1939) κάθε άλλο παρά κατέστρεψε τις υπάρχουσες κρατικές δομές του αστικού κράτους. Δεν αποτόλμησε την αναδιανομή των αγροτικών γαιών στους ακτήμονες χωρικούς, γρήγορα χρειάστηκε να στηριχτεί πάλι στην εκκλησία και στο μονοπώλιο της αστυνομικής εξουσίας και άρχισε να αφοπλίζει τους εργάτες. Και καθώς υποστηριζόταν ενεργά και από τους κομμουνιστές, απαγόρευσε κάθε κριτική εναντίον της ΕΣΣΔ, στα πλαίσια της οποίας πράκτορες της NKWD οργάνωσαν τη δολοφονία του ηγέτη των Τροτσκιστών. Γρήγορα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Μαδρίτης πλημμύρισαν από πρώην μαχητές των αναρχικών και οπαδούς του τροτσκιστικού κόμματος. Σε μια εποχή που φάλαγγες του Φράνκο παρήλαυναν ακάθεκτες προς τη Μαδρίτη, η πτώση της οποίας νομοτελειακά ήταν βέβαιη.
Αλλά στο τέλος δεν μπορείς να μην υποκλιθείς μπροστά στην ακεραιότητα και την αθωότητα των πρωτεργατών της ισπανικής επανάστασης: «Όταν πέθανε ο Ντουρούτι βρέθηκε ότι δεν κατείχε τίποτε. Ψάξαμε για μερικά ρούχα για να μπορέσομε να τον θάψουμε, καθώς αυτά που φορούσε ήταν κουρέλια. Βρήκαμε ένα πέτσινο σακάκι, εντελώς λειωμένο ένα χακί παντελόνι κι ένα ζευγάρι τρύπια παπούτσια. Αυτή ήταν όλη του η κληρονομιά»