Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Το Μουσείο της Αθωότητας



ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ORHAN PAMUK
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ ,
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΤΕΛΛΑ ΒΡΕΤΟΥ
ΑΘΗΝΑ 2009 (σελ. 808)


Με πια φράση άραγε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς επιγραμματικά το Μ .της Α. αμέσως μετά την ανάγνωσή του; Σίγουρα όχι ως το αριστούργημα των έργων του νομπελίστα συγγραφέα. Τα «Μουσείο», ένα έργο εύπεπτο, παρά τον όγκο των σελίδων του στα ελληνικά (πάνω από 800 σελίδες), που διαβάζεται απνευστί, που δεν απαιτεί από τον απαιτητικό αναγνώστη πισωγυρίσματα στο διάβασμα των σελίδων του, ούτε καν προσεχτικό «γύρισμα» των φύλλων του βιβλίου, καθώς γρήγορα συνειδητοποιεί ότι δεν χάνει και τίποτε, αν από απροσεξία προσπεράσει μια δυο σελίδες…. Και στο τέλος μένει με την απορία: γιατί αρκετοί πράγματι μεγάλοι συγγραφείς, που σημάδεψαν με κάποια έργα τους την εποχή τους, δεν κατανοούν ότι δεν έχουν να δώσουν τίποτε πια και δεν αποσύρονται με αξιοπρέπεια στη σιωπή; (Η σκέψη αυτή μας ήρθε για πρώτη φορά μετά την ανάγνωση του τελευταίου –αυτοβιογραφικού- έργου του Μάρκες «Ζω για να τη διηγούμαι»). Και ειδικότερα: τι καινούριο προσφέρει στον συστηματικό αναγνώστη των έργων του Παμούκ το «Μουσείο»; Όταν μάλιστα έχει απολαύσει τη γεμάτη νοσταλγία και ποίηση «Ισταμπούλ» ή το γεμάτο με τρυφερότητα για τη μοίρα των ανθρώπων και των λαών «Χιόνι»; (για ν’ αναφερθούμε σε δυο μόνο από αριστουργηματικά έργα του Παμούκ που άφησαν εποχή). Να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας στο τέλος της καριέρας του επιχειρεί να «δοκιμάσει» τον ενθουσιώδη μόνιμο αναγνώστη του ή μήπως αποφάσισε να απευθυνθεί και σ’ ένα άλλο κοινό, πλατύτερο, άρα πιο κατάλληλο να του προσφέρει ένα άλλο είδος κοινωνικής και –γιατί όχι -οικονομικής-αναγνώρισης;



Το «Μουσείο» μας εξιστορεί με σχολαστική επιμονή στη λεπτομέρεια τον παθιασμένο έρωτα του πλούσιου - και πολλά υποσχόμενου - Κεμάλ για τη φτωχή και πανέμορφη μακρινή ξαδέρφη του Φισούν. Μήπως αυτό σας θυμίζει μυθιστόρημα «Άρλεκιν» ή δακρύβρεχτη ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60; Δεν πέσατε έξω… Το πρωτότυπο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο ήρωάς μας από μια αρρωστημένη αντίληψη φετιχισμού αποφασίζει να συγκεντρώνει οτιδήποτε έχει σχέση με το μεγάλο έρωτά του: μια κίτρινη γόβα που φορούσε η Φισούν την πρώτη φορά που τη γνώρισε, το κόκκινο φόρεμά της όταν «αυτοκτόνησε», όλες τις γόπες από τα τσιγάρα που κάπνιζε στο δωμάτιο που έκαναν έρωτα, ένα λευκό κιλοτάκι - δεν αναφέρει περιέργως λέξη για προφυλακτικά και σερβιέτες- με απώτερο σκοπό να τα εκθέσει όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου σε ένα ιδιότυπο «Μουσείο της Αθωότητας»!



Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο συγγραφέας όντως έχει καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια με το στήσιμο ενός τέτοιου μουσείου στη φτωχογειτονιά Τσουκούρτζουμα της Ισταμπούλ. Ενός μουσείου που θα διηγείται όχι μόνο τη δακρύβρεχτη αυτή ιστορία του έρωτα, αλλά –κατά τον συγγραφέα- και την ιστορία της αστικής τάξης της Πόλης των τελευταίων δεκαετιών του εικοστού αιώνα… Σε κάποια σελίδα του βιβλίου του μάλιστα παραθέτει και μια μικρογραφία εισιτηρίου που θα δίνει στον μελλοντικό επισκέπτη του μουσείου το δικαίωμα για …δωρεάν είσοδο…Τι να πει κανείς…Διαβάζουμε μάλιστα ότι Ευρωπαίοι τουρίστες με το βιβλίο ανά χείρας- περιττό να σημειώσουμε ότι γνωρίζει ασύλληπτη εμπορική επιτυχία- αναζητούν το «Μουσείο», πριν καν ανοίξει τις πύλες του…Και οι τελευταίες πληροφορίες μάς λένε ότι θα είναι έτοιμο το καλοκαίρι, ως ένα αξιοθέατο της Κωνσταντινούπολης, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Προφανώς ο Ορχάν Παμούκ θα ζήλεψε τη δόξα του Dan Brown, ο οποίος κατόρθωσε να αφιονίσει δεκάδες χιλιάδες τουρίστες ανά τον κόσμο, οι οποίοι με τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» στα χέρια κάνουν ουρές στους χώρους στους οποίους αναφέρεται ο δαιμόνιος αμερικανός. Μήπως διανύουμε την εποχή του τέλους της λογοτεχνίας;



Να σημειώσουμε βέβαια ότι η μετάφραση από τα τουρκικά της Στέλλας Βρετού είναι υποδειγματική. Μας φέρνει στου νου κάποιους μεταφραστές άλλων καιρών , όπως λ.χ. τον Κοσμά Πολίτη ή τον Αλέξανδρο Κοτζιά, οι οποίοι είχαν αναγάγει τη λογοτεχνική μετάφραση σε αυτόνομη τέχνη.













Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Το Πιθάρι

ΙΡΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

IBRAHIM FEROUZESH

KHOMREH

ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ (1992)

Άλλο ένα διαμάντι του ιρανικού κινηματογράφου που δεν έχει προβληθεί στις μεγάλες αίθουσες της χώρας μας , καθώς δεν συγκεντρώνει τα εχέγγυα εισπρακτικής επιτυχίας (ο χώρος, ο χρόνος, το θέμα και η –ανύπαρκτη-σκηνοθεσία της ταινίας ελάχιστα θα ενδιέφεραν το κινηματογραφόφιλο κοινό της Δύσης, καθώς έχει χρόνια τώρα εθιστεί στις συνταγές του Χόλιγουντ.)

Ο σκηνοθέτης (ο ίδιος έχει γράψει και το σενάριο), γεννημένος το 1939 στην Τεχεράνη, αποτελεί μια από τις πολλές λαμπρές μορφές του σύγχρονου ιρανικού σινεμά. Έχει σκηνοθετήσει πέντε όλες κι όλες ταινίες από το 1987 ως το 2008, που απέσπασαν –σχεδόν όλες- βραβεία σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Το «Πιθάρι» διακρίθηκε λ.χ. στα διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου του Locarno και του Sao Paulo. Στην Ελλάδα προβλήθηκε πρόσφατα από την ψηφιακή Ε.Ρ.Τ.

Ένα μονοθέσιο δημοτικό σχολείο στη μέση μιας ερήμου. Στο πουθενά.. Ο χρόνος και ο τόπος απροσδιόριστοι (τι θα πρόσθεταν άλλωστε αν δηλώνονταν;). Καμιά τριανταριά πάνω κάτω μαθητές (δύο μόνο κορίτσια. με τις παραδοσιακές μαντίλες τους) κι ένας ρηξικέλευθος νεαρός δάσκαλος που δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα για να αντιμετωπίσει την αμάθεια, τη δεισιδαιμονία και τη μικρότητα της κοινωνίας του μικρού χωριού. Ενός χωριού με σπίτια χτισμένα με λάσπη και χωμένα βαθιά στη γη για λίγη δροσιά… Ο κλασικός μαυροπίνακας, η κιμωλία και τα θρανία των παιδιών στο εσωτερικό του σχολείου. Κι έξω σε μια γωνιά , κάτω από ένα συφοριασμένο δέντρο, που απορείς πώς φύτρωσε εκεί , ένα πιθάρι γεμάτο νερό, από το οποίο πίνουν οι μικροί μαθητές στα διαλείμματα. Το νερό το κουβαλούν οι ίδιοι με κουβάδες από πολύ μακριά. Και το πιθάρι κάποια στιγμή σπάει. Με αφορμή αυτό το τυχαίο γεγονός ο σκηνοθέτης χτίζει μια τραγική και τρυφερή ιστορία με πρωταγωνιστές το δάσκαλο που αγωνίζεται να βρει λύση, τους μικρούς μαθητές που επωφελούνται από την αναστάτωση για να μην κάνουν μάθημα και τους γονείς τους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους θα προτιμούσαν να απασχολούν οι ίδιοι τα παιδιά τους στο σπίτι… Σε τι θα τους χρησίμευαν άλλωστε τα γράμματα…Ηθοποιοί δεν υπάρχουν. Είναι φανερό ότι όλους τους ρόλους τους επωμίζονται οι κάτοικοι της μικρής αυτής κοινωνίας. Με μια θαυμαστή πειστικότητα ομολογουμένως.

Ο σκηνοθέτης μάς δίνει με θαυμαστή ενάργεια το πορτρέτο της ανταγωνιστικής και σκληρής κοινωνίας του χωριού, που γίνεται ακόμη σκληρότερη επειδή μαστίζεται από τη στέρηση και την αμάθεια. Δεν αρκείται στην εύκολη κοινωνική κριτική (δεν ξέρουμε κι αν ήθελε , αν θα το μπορούσε…). Και αντιπαραθέτει αυτή την κοινωνία με την πηγαία ανθρωπιά του δασκάλου, ο οποίος δεν διδάσκει απλώς, αλλά ιερουργεί. Κάποια στιγμή όμως η υψηλή αίσθηση του καθήκοντος που τον χαρακτηρίζει θα τον εγκαταλείψει, γιατί είναι και άνθρωπος. Με τις αδυναμίες και την περηφάνια του.

Ο φακός της κινηματογραφικής κάμερας εστιάζει στο στόχο του χωρίς να φλυαρεί, τα συνήθως μέσα πλάνα της ταινίας προσδίδουν στα τεκταινόμενα μια οικειότητα, μια καθημερινότητα. Μια ταινία που θα πρέπει να γυρίστηκε με ελάχιστο κόστος, αλλά με περίσσιο μεράκι… Παράδειγμα προς μίμηση.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Η Γεύση του Κερασιού

ΙΡΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ABBAS KIAROSTAMI
TA' M A GUILASS (1997)
Η ΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΡΑΣΙΟΥ (95 λ)


Δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη προβολή της (1997) η εμβληματική πια ταινία του Abbas Kiarostami «Γεύση Κερασιού» δεν έχει χάσει ίχνος από τη λάμψη της κι εκείνη τη γοητεία που είχε συνεπάρει τους απανταχού της γης κινηματογραφόφιλους, όταν κέρδιζε το «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες. Σε αντίθεση με τις ταινίες-πυροτεχνήματα εξ Εσπερίας που καταυγάζουν προς στιγμήν το στερέωμα με τα βραβεία Όσκαρ και έκτοτε βυθίζονται στη σιωπή και στη λήθη, η ταινία του Κιαροστάμι, που υπήρξε σταθμός, καθώς πιστεύουμε, στην ιστορία της παγκόσμιας κινηματογραφικής τέχνης, εξακολουθεί και σήμερα να συγκινεί και να προβληματίζει το ίδιο όπως και τότε… Φέρνουμε στο νου μας τις μέρες που προβλήθηκε για πρώτη –και τελευταία- φορά στη Θεσσαλονίκη. Τις δυο πρώτες μέρες οι θεατές δεν ξεπέρασαν τους …τρεις. Και μάλιστα όλο και κάποιος θα αποχωρούσε από την αίθουσα διαμαρτυρόμενος για τον «αργό» ρυθμό της. Και οι επιχειρηματίες υποχρεώθηκαν να την αποσύρουν την τρίτη μέρα, γεγονός πρωτοφανές στα κινηματογραφικά χρονικά της πόλης…
Αν ανατρέξει κανείς στο site του cine.gr θα διαπιστώσει ότι η βασική κριτική της ταινίας καταγγέλλει το «κατακερματισμένο στόρι της ταινίας, καθώς ο σκηνοθέτης δεν μας λέει τις αιτίες, δεν μας λέει τα αποτελέσματα. Μας εισάγει σε ένα βουβό δράμα και περιμένει αντιδράσεις… Ο Kiarostami παίζει έξυπνα το παιχνίδι του. Όχι όμως πολύ εντυπωσιακά με απρόσκοπτη ροή ή έστω ζηλευτή αισθητική. Αλλά δυστυχώς έτσι είναι πάντα. Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι». Να τονίσουμε ότι παρόμοια αντίδραση επιφυλάχθηκε για τα απανταχού της γης αριστουργήματα κάθε τέχνης, καθώς με την εμφάνισή τους σχεδόν πάντα κατεδάφιζαν τους παγιωμένους κανόνες της αισθητικής στο συγκεκριμένο είδος που εκπροσωπούσαν;

Ο πρώτος κανόνας λοιπόν της τέχνης του κινηματογράφου-για τον μέσο θεατή- είναι ότι η ταινία πρέπει να διαθέτει ένα συγκεκριμένο «στόρι» με αρχή , μέση και τέλος, που να διατηρεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Και η ταινία του Kiarostami επιδεικτικά δεν το διαθέτει: σ’ όλη τη διάρκειά της παρακολουθούμε ένα συμπαθή άντρα με το Landrover του να σαρώνει κυριολεκτικά τις γειτονιές και τα περίχωρα της Τεχεράνης αναζητώντας με επιμονή κάποιον «να του ρίξει είκοσι φτυαριές χώμα» στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει, έναντι αδράς αμοιβής βέβαια, καθώς είχε πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Και ο αφιλότιμος σκηνοθέτης «δεν μας λέει τις αιτίες». Πουθενά δεν μαθαίνουμε τους λόγους αυτής της απονενοημένης απόφασης του πρωταγωνιστή της ταινίας! Ακόμη και η συνήθης «ζηλευτή αισθητική» των ταινιών ρουτίνας απουσιάζει επιδεικτικά.: Το τοπίο που οργώνει κυριολεκτικά ο κύριος Μπάντι είναι ένας κρανίου τόπος. Ξερό χώμα, σκόνη με το τσουβάλι, ίχνος βλάστησης, όγκοι εργοστασίων στο βάθος που ξερνούν μαύρο καπνό, τερατώδη μηχανήματα που μεταφέρουν και αδειάζουν όγκους από χώματα και πέτρες (για ποιο ακριβώς λόγο;) και εκατοντάδες εργάτες σκαρφαλωμένοι στις πλαγιές με αξίνες και φτυάρια που εργάζονται θαρρείς και μεταφέρουν ο καθένας του τον λίθο του Συσσίφου. Πιάνεται η ψυχή του ανθρώπου! (Σημείωση: αυτά όλα δεν αποτελούν έναν πρώτης τάξεως λόγο για να οδηγήσουν στην αυτοκτονία ένα ευαίσθητο άτομο;).

Ενόχλησε ακόμη, καθώς φαίνεται, και το γεγονός ότι κανένα σχεδόν πλάνο της ταινίας δεν περιέχει μαζί τους δυο ανθρώπους που συνδιαλέγονται (υποψήφιο αυτόχειρα και υποψήφιο…νεκροθάφτη). Αλλά υπάρχει καλύτερος τρόπος για να τονιστεί η απελπιστική μοναξιά του πρώτου και η στέρεη -και εξ ορισμού λογική- βεβαιότητα του δεύτερου;Οι άντρες στους οποίους απευθύνεται ο κύριος Μπάντι αρνούνται κατηγορηματικά να τον βοηθήσουν. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ένας ντόπιος εργάτης, γιατί τον παίρνει για ομοφυλόφιλο, ένας Κούρδος στρατιώτης από θέμα αρχής, και τέλος ένας αφγανός φύλακας εργοταξίου για καθαρά θρησκευτικούς λόγους…Εδώ ο σκηνοθέτης επιμένει στην αντίστιξη μιας καθαρά δυτικής αντίληψης για τη ζωή και το θάνατο (ας μην ξεχνούμε το αίτημα για ευθανασία που βρίσκει όλο και μεγαλύτερη ανταπόκριση στις δυτικές κοινωνίες) και μιας πανάρχαιας ανατολικής που επιμένει ότι αξίζει να ζεις μόνο και μόνο για να γευτείς ένα ζουμερό μούρο ή ένα ώριμο κεράσι! Πράγματι ο υποψήφιος αυτόχειρας είναι πέρα για πέρα «εξευρωπαϊσμένος»: ξυρισμένος, δυτικότροπα ντυμένος και καθόλου δεμένος με τα δόγματα του Κορανίου…Κατοικεί μάλιστα και σ’ ένα καλοβαλμένο μεσοαστικό διώροφο διαμέρισμα των περιχώρων της Τεχεράνης…Αντίθετα οι άντρες στους οποίους απευθύνεται για να τον βοηθήσουν είναι κλασικοί μουσουλμάνοι: φουκαράδες, πιστοί τηρητές των εδαφίων του Κορανίου, οι οποίοι , μολονότι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αρνούνται μια αμοιβή που δεν θα κέρδιζαν ούτε και σ’ ολόκληρη τη ζωή τους…Στο τέλος ο ήρωάς μας θα συναντήσει ένα βαθιά φιλοσοφημένο άτομο (είναι ταριχευτής ζώων σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Τεχεράνης), Τούρκος στην καταγωγή, που θα δεχτεί να εκτελέσει την επιθυμία του, αφού πρώτα προσπαθήσει να τον μεταπείσει ότι αξίζει να ζήσει κανείς μόνο και μόνο για να γευτεί κάποια στιγμή ένα ώριμο κεράσι… Και ο πρωταγωνιστής της ταινίας ήρεμος επιτέλους ανεβαίνει το Γολγοθά του!: κατεβαίνει στο βαθύ λάκκο που έχει ετοιμάσει από πριν και καταπίνει όλα τα ηρεμιστικά χάπια που διέθετε (άλλη μια νύξη για τις συνήθειες της Δύσης). Είναι νύχτα, δίπλα του ένα καχεκτικό δεντράκι και πάνω από το κεφάλι του ένα γεμάτο φεγγάρι που κυνηγιέται με τα λευκά σύννεφα…

Κι όταν ξημερώσει αντικρίζουμε κατάπληκτοι το γνωστό μας τοπίο μαγικά θαρρείς μεταλλαγμένο: οι πλαγιές έχουν πρασινίσει, το μικρό δεντράκι λουλουδιασμένο, πουλιά κελαηδούν και ένας λόχος στρατιώτες που ξεκουράζονται κρατώντας οι περισσότεροι μπουκέτα από αγρολούλουδα. Και στην πλαγιά ο ίδιος ο Kiarostami με τον χειριστή της κινηματογραφικής μηχανής και τους βοηθούς του που μόλις έχουν κινηματογραφήσει μια σκηνή από την ίδια την ταινία! Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πιο ευρηματικό και εύγλωττο φινάλε;

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Ιμαρέτ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ
ΙΜΑΡΕΤ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2008
σελ. 580



Το «Ιμαρέτ» του Γιάννη Καλπούζου που σταδιοδρομεί εκδοτικά με μεγάλη επιτυχία εδώ και δυο χρόνια, μπορεί να το προσεγγίσει κανείς από δυο κατευθύνσεις: ο συγγραφέας απλώνει μπροστά μας μια άκρως συναρπαστική και πειστική συνάμα τοιχογραφία της ιστορίας και της κοινωνίας της Άρτας κατά την τελευταία τριακονταετία πριν από την προσάρτησή της στην Ελλάδα (1882) και συγχρόνως μας αφηγείται ένα μύθο, ξεδιπλώνει μια σειρά από χαρακτήρες με άκρως όμως κοινοτοπικά γνωρίσματα, ένα μύθο με «καλούς» και «κακούς» ήρωες, με μια προβλέψιμη δραματουργική προσέγγιση των γεγονότων, ίσως και με κάποιες ανατροπές, αλλά με το απαραίτητο happy end. Είναι σαφές ότι στοχεύει σ’ ένα μέσο αναγνωστικό κοινό και στην εκδοτική επιτυχία του έργου του, πράγμα που αναμφίβολα το πετυχαίνει. Το βιβλίο διαβάζεται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, καθώς ανήκει στην κατηγορία εκείνων που μπορούν να διαβαστούν απνευστί, χωρίς ούτε μια στιγμή να υποχρεώνει τον αναγνώστη να επιστρέψει σε μια περασμένη σελίδα, για να διευκρινίσει κάτι αόριστο ή δισήμαντο. Σε κάποια σημεία μάλιστα κατορθώνει και να τον συγκινεί.


Είναι φανερό ότι ο Γ. Κ. έχει καταφέρει να αποχτήσει βαθιά γνώση της εποχής στην οποία ζουν και κινούνται οι ήρωές του. Μάλιστα η γνώση αυτή χαρακτηρίζεται από μια τέτοια ποικιλία, που σε κάποια σημεία –ελάχιστα ευτυχώς- παρεμβαίνει στη μυθιστορημαματική αφήγηση χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ο συγγραφέας δεν κατόρθωσε να δαμάσει το γνωστικό υλικό του και να το εντάξει δημιουργικά στην οικονομία του έργου. Παρ’ όλα αυτά παρακολουθεί με αδιάπτωτο ενδιαφέρον την εξέλιξη του μύθου, καθώς περνά από έκπληξη σε έκπληξη παρακολουθώντας τα ήθη και τις καθημερινές συνήθειες των κατοίκων της πόλης που ήταν Οθωμανοί, Ρωμιοί και Εβραίοι, άλλοτε αρμονικά συνυπάρχοντες αλλά και συχνά ασφυκτιώντες μέσα σε στείρες αντιπαραθέσεις. Βέβαια δεν κάνει να ολέθριο σφάλμα να κατατάξει ηθικά τους ήρωές του με βάση την εθνική τους συνείδηση. Οι δυο βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι ο ένας Ρωμιός κι άλλος Τούρκος. Ο Λιόντος κι ο Νετζίπ. Ομογάλακτοι, καθώς βύζαξαν από την ίδια –τουρκάλα- μάνα. Αυτοί «αφηγούνται» με τη σειρά τους τα γεγονότα χωρίς να αλληλοκαλύπτονται. (Τα 30 κεφάλαια του βιβλίου τιτλοφορούνται «του Λιόντου» και «του Νετζίπ» εναλλάξ. Στο τέλος παρατίθεται και ένας επίλογος με τίτλο «Του αφηγητή» που θα μπορούσε να λείπει.) Η διαφορά της θρησκείας όχι μόνο δεν απομακρύνει τους δυο ήρωες τον έναν από τον άλλο, αλλά τους θωρακίζει κι όλας. Μέχρι που θα τους χωρίσει η ιστορία. Οι μάνες τους , γειτόνισσες και στενές φίλες παραστέκονται η μια στην άλλη με συγκινητική ανιδιοτέλεια. Ο παππούς (του Νετζίπ) Ισμαήλ σκιαγραφείται παραστατικότατα: πρόκειται για ένα σοφό ανατολίτη γέροντα που έμαθε να βλέπει πέρα από τις συνήθεις θρησκευτικές και εθνικές προκαταλήψεις του καιρού του. Από την άλλη πλευρά δρουν και κινούνται ο Φάσγανος, ένας ρωμιός καιροσκόπος και απατεώνας, ο Ντογάν, ο φανατικός μουσουλμάνος αδελφός του Νετζίπ, που δεν διστάζει να πατήσει επί πτωμάτων για να υπερασπίσει την πίστη του και τη φυλή του, καθώς και ο νονός του Λιόντου Δαμιανός Μέγης που ονειρεύεται την ανάσταση της Αρχαίας Ελλάδας και βρίσκει παντού ανύπαρκτα κατάλοιπά της. Γύρω απ’ αυτούς τους βασικούς χαρακτήρες κινείται πειστικότατα και μια πλειάδα από άλλους δευτερεύοντες.Η κοινωνία της εποχής παρουσιάζεται με μια θαυμαστή ενάργεια και με ρεαλισμό: η θέση της γυναίκας που πουλιέται και αγοράζεται, που κατακρεουργείται από τον άντρα της για «λόγους τιμής», όχι μόνο με την ανοχή, αλλά και την αποδοχή του συνόλου της τοπικής κοινωνίας. Η θλιβερή κατάσταση των κολίγων της υπαίθρου που κατοικούν σε λασπόσπιτα με τα παιδιά τους να παίζουν φορώντας τσουράπια χωρίς πάτους «για να μην τα χαλάσουν», και κυρίως ο πόνος τους όταν μετά την προσάρτηση, η κατάστασή τους παρέμεινε ακριβώς η ίδια με τους ίδιους Έλληνες τσιφλικάδες να τους απομυζούν.. Οι δυο νεαροί ήρωες προβληματίζονται. Η σοσιαλιστική διεθνής της εποχής χαρακτηρίζεται σε εφημερίδα της Αθήνας ως «επάρατος εταιρεία φιλοταράχων και διεφθαρμένων».
-Το πιστεύεις (ρωτάει ο Νετζίπ). Κι ο Λιόντος:


-Αν δε φωνάξεις πως υπάρχεις, οι άλλοι σε θάφτουν ζωντανό… Κι όταν φωνάξεις σε λένε ταραξία και διεφθαρμένο, γιατί θέλουν να σε ορίζουν. Αυτό πιστεύω… (σελ. 260)


Αιώνιες αλήθειες…


Η γλώσσα του συγγραφέα είναι διανθισμένη με κάποιες ιδιορρυθμίες που θα μπορούσε να τις εντάξει κανείς στο ιδιαίτερο συγγραφικό του ύφος, όπως συχνές λόγιες εκφράσεις, η επιμονή του στην «ονομαστική απόλυτη» που ως δάσκαλοι κάναμε αγώνα να την εξοβελίσουμε από τα γραπτά των μαθητών μας («τελειώνοντας η ακολουθία, ομάδες νεαρών κατευθύνθηκαν προς τη συνοικία» σελ 59) και με κάποιες –σπανιότατες- αστοχίες , όπως κείνο το «ανεξαρτήτου ηλικίας» (σελ. 346) που το ακούμε συχνότατα δυστυχώς από τα ΜΜΕ.


Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα κατατοπιστικό γλωσσάρι τουρκικών λέξεων και εκφράσεων και από ένα χρησιμότατο σχεδίασμα της πόλης της Άρτας εκείνης της εποχής με όλα τα αναφερόμενα κτίρια και μνημεία της εποχής.